ΟΙ ΔΥΟ ΚΑΡΕΚΛΕΣ
Στο τοίχο κρεμασμένο. Γεμάτο απορία, γι' αυτό που ζούσε. Όταν έρχονταν εκείνες οι μέρες. Με το μπροστά και το πίσω.Με κείνο το "αν", που σκαρφάλωνε ύπουλα στις σελίδες του.
Στην αρχή νόμιζε, ότι η ζάλη που ένοιωθε, ήταν από το καρφί που ήταν γαντζωμένο ψηλά στον τοίχο.
Ζώντας όμως μαζί της, κατάλαβε.
Θέλει να προχωρήσει μπροστά και εκείνη δεν το αφήνει.Θέλει να γυρίσει τη σελίδα του στην αυριανή μέρα και εκείνη τη γυρίζει στην χθεσινή, στην προχθεσινή, στη...
Αν είχα επιλέξει αυτό... τότε.
Αν δεν άφηνα τα μάτια μου να ταξιδέψουν πάνω του... πριν
Αν δεν άνοιγα την καρδιά μου... κάποτε.
Κάθε "αν" δικό της, αγκομαχητό για το ημερολόγιο.
Τη βλέπει και θέλει να της φωνάξει. Θέλει να τη σταματήσει. Ακούει τα κλειδιά στη πόρτα και παρατηρεί τις κινήσεις της, για να καταλάβει. Το αντάμωμα με το προηγούμενο ή το περίγραμμα του επόμενου;
Τη βλέπει...
Φυλακίζεται σε κάποιο δωμάτιο του μυαλού της και χαράζει αμέτρητα "αν" στους λευκούς τοίχους.
Αυτό το "αν" είναι η άβυσσος της.
Βυθίζεται, βυθίζεται... μέχρι να νιώσει στο δέρμα της, το κρύο της. Μέχρι τα μάτια της να βαφτούν με το σκοτάδι της.
Ξημέρωσε Δευτέρα. Τρίτη και έφτασε και το βράδυ της Τετάρτης.
Στάσιμο. Καμία σελίδα δεν έχει πειραχτεί.
Κάτι καινούριο κοντά στο τραπέζι.
Δυο καρέκλες καινούριες και εκείνη διαφορετική.
Ακόμα και τα κλειδιά στη πόρτα, κάνουν διαφορετικό ήχο από πριν.Μεταλλικό παιχνίδισμα στο άγγιγμα της πόρτας.
Πάλι την παρατηρεί. Τι άλλαξε;
Το δέρμα της το άγγιξε η ζέστη; Τα μάτια της συνάντησαν το φως;
Την ακούει.Μελωδική χροιά η φωνή της. Ένα κύκνειο άσμα που πήρε άλλη τροπή. Ένα τέλος που έκανε μια καινούρια αρχή.
Το"αν" έγινε "να".
Να ελπίζω...
Να αγαπώ...
Να κάνω επιτέλους αυτό που είχα σχεδιάσει.
Χαίρεται το ημερολόγιο. Θαυμάζει τη προσπάθεια της.
Μα όταν βλέπει εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, η χαρά χορεύει πάνω στις σελίδες του.
Αν κάποια στιγμή το "να", κάνει κάποια ζαβολιά και γίνει πάλι "αν", εκείνη ξέρει τι πρέπει να κάνει.
Βάζει το Α στη μία καρέκλα και το Ν στην άλλη, μέχρι να καταλάβουν και τα δύο, ποια είναι η θέση τους.
Σκάλα τα γράμματα, για να βγει από κει που ήταν.
Ζεστό πανωφόρι τυλιγμένο πάνω της.
Ήλιος που κάνει τα μάτια της να σιγοκλείνουν στη λάμψη του.
Χέρι που σβήνει με μολύβι τον αριθμό που πρέπει, στο ημερολόγιο.
Δυο γράμματα, που θα τραβήξουν αμυδρά προς τα πάνω, τις άκρες των χειλιών της.
ΑΝ... συμβούν αυτά
Να... σηκωθούν από την καρέκλα.
Σπασμένη μύτη μολυβιού το παρελθόν.
Πως θα γράψει "καλημέρα" σήμερα;
Πως θα σχεδιάσει το αύριο;