Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

ΟΙ ΔΥΟ ΚΑΡΕΚΛΕΣ


ΟΙ ΔΥΟ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

Στο τοίχο κρεμασμένο. Γεμάτο απορία, γι' αυτό που ζούσε. Όταν έρχονταν εκείνες οι μέρες. Με το μπροστά και το πίσω.Με κείνο το "αν", που σκαρφάλωνε ύπουλα στις σελίδες του.
Στην αρχή νόμιζε, ότι η ζάλη που ένοιωθε, ήταν από το καρφί που ήταν γαντζωμένο ψηλά στον τοίχο.
Ζώντας όμως μαζί της, κατάλαβε.
Θέλει να προχωρήσει μπροστά και εκείνη δεν το αφήνει.Θέλει να γυρίσει τη σελίδα του στην αυριανή μέρα και εκείνη τη γυρίζει στην χθεσινή, στην προχθεσινή, στη...
Αν είχα επιλέξει αυτό... τότε.
Αν δεν άφηνα τα μάτια μου να ταξιδέψουν πάνω του... πριν
Αν δεν άνοιγα την καρδιά μου... κάποτε.
Κάθε "αν" δικό της, αγκομαχητό για το ημερολόγιο.
Τη βλέπει και θέλει να της φωνάξει. Θέλει να τη σταματήσει. Ακούει τα κλειδιά στη πόρτα και  παρατηρεί τις κινήσεις της, για να καταλάβει. Το αντάμωμα με το προηγούμενο ή το περίγραμμα του επόμενου; 
Τη βλέπει...
Φυλακίζεται σε κάποιο δωμάτιο του μυαλού της και χαράζει αμέτρητα "αν" στους λευκούς τοίχους.
Αυτό το "αν" είναι η άβυσσος της.
Βυθίζεται, βυθίζεται... μέχρι να νιώσει στο δέρμα της, το κρύο της. Μέχρι τα μάτια της να βαφτούν  με το σκοτάδι της.
Ξημέρωσε Δευτέρα. Τρίτη και έφτασε και το βράδυ της Τετάρτης.
Στάσιμο. Καμία σελίδα δεν έχει πειραχτεί.
Κάτι καινούριο κοντά στο τραπέζι.
Δυο καρέκλες καινούριες και εκείνη διαφορετική.
Ακόμα και τα κλειδιά στη πόρτα, κάνουν διαφορετικό ήχο από πριν.Μεταλλικό παιχνίδισμα στο άγγιγμα της πόρτας.
Πάλι την παρατηρεί. Τι άλλαξε;
Το δέρμα της το άγγιξε η ζέστη; Τα μάτια της συνάντησαν το φως;
Την ακούει.Μελωδική χροιά η φωνή της. Ένα κύκνειο άσμα που πήρε άλλη τροπή. Ένα τέλος που έκανε μια καινούρια αρχή.
Το"αν" έγινε "να".
Να ελπίζω...
Να αγαπώ...
Να κάνω επιτέλους αυτό που είχα σχεδιάσει.
Χαίρεται το ημερολόγιο. Θαυμάζει τη προσπάθεια της. 
Μα όταν βλέπει εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, η χαρά χορεύει πάνω στις σελίδες του.
Αν κάποια στιγμή το "να", κάνει κάποια ζαβολιά και γίνει πάλι "αν", εκείνη ξέρει τι πρέπει να κάνει.
Βάζει το Α στη μία καρέκλα και το Ν στην άλλη, μέχρι να καταλάβουν και τα δύο, ποια είναι η θέση τους.
Σκάλα τα γράμματα, για να βγει από κει που ήταν.
Ζεστό πανωφόρι τυλιγμένο πάνω της.
Ήλιος που κάνει τα μάτια της να σιγοκλείνουν στη λάμψη του.
Χέρι που σβήνει με μολύβι τον αριθμό που πρέπει, στο ημερολόγιο.
Δυο γράμματα, που θα τραβήξουν αμυδρά προς τα πάνω, τις άκρες των χειλιών της.
ΑΝ... συμβούν αυτά
Να... σηκωθούν από την καρέκλα.



Σπασμένη μύτη μολυβιού το παρελθόν.
Πως θα γράψει "καλημέρα" σήμερα;
Πως θα σχεδιάσει το αύριο;


Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

ΤΟ ΑΡΜΥΡΙΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ


ΤΟ ΑΡΜΥΡΙΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ

Ήταν ψηλό.Όμορφο. Ξεχώριζε απ' όλα τα δέντρα σε εκείνη τη παραλία. Ήταν ένα χαρούμενο αρμυρίκι.Οι αχτίδες του ήλιου, έπαιζαν μαζί του, όταν το έβρισκαν στο δρόμο του.Το κύμα ερχόταν κοντά του και ...πάτησε εδώ


Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

ΤΑ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΚΑΙΣΑΡΙ...


"ΤΑ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΚΑΙΣΑΡΙ..."


Στα παιδικά της χρόνια. Τόσο πίσω.
Κυριακάτικο απόγευμα, χαραγμένο, όπως εκείνη η φράση.
Ο σοφός θείος καθόταν στο σαλόνι, στη καρέκλα του πατέρα,πίνοντας το καφεδάκι του. Εκείνη κοιτούσε τη σοφία να απλώνεται στα χείλη του φλιτζανιού. Από όλες τις προτάσεις που ξεπηδούσαν από το στόμα του, "έγραψε' εκείνη στο μυαλό της.
Δεν την έψαξε σε λεξικά, δεν ρώτησε. Την "υιοθέτησε" ακατέργαστη.Πήρε τη φαντασία της δίπλα στο κρεβάτι και έπλασαν αγκαλιά, κοιτώντας το ταβάνι και το λιγοστό φως που έμπαινε από το γερμένο παντζούρι.
Κάθισε τον Καίσαρα σε μια περίοπτη θέση και έβαλε γύρω του υπηκόους.Ζωγράφισε στριμάδα στο πρόσωπο του και ιδιοτροπία στις διαταγές του. Ζήταγε δώρα ο Καίσαρας, τυλιγμένα περίτεχνα σε χαρτιά. Κανένα δώρο όμως, δεν ικανοποιούσε τη ματαιοδοξία του και το κενό της καρδιάς του.Ο Καίσαρας μόνο ζητούσε, απαιτούσε και τα δώρα πηγαινοέρχονταν, όπως η μιζέρια του.
Φαντάστηκε περιπέτειες με πρωταγωνιστή αυτόν τον Καίσαρα και έδωσε πολλά φινάλε στη δικιά του ζωή. 
Αυτή η φράση, έμεινε κάπως έτσι στο μυαλό της. Θάφτηκε στο χώμα, όπως και ο θείος που την είχε πει.
Ο χρόνος όμως φροντίζει να μην αφήνει τίποτα θαμμένο στα "χώματα" του.Σ' αφήνει να νομίζεις ότι έχει ξεχαστεί και σε μια στιγμή, φέρνει μπροστά σου, αυτό που είχες παραγκωνίσει.
Ο Καίσαρας γύρισε πολλές φορές στη ζωή της. Όχι με τη μορφή που του είχε δώσει σαν παιδί.Μέσα απ' αυτά που της είχε δείξει η ζωή, πήρε την πραγματική του μορφή.
Άργησε να ακούσει το χτύπημα του Καίσαρα στη πόρτα της. Είχε μια αναβολή πάντα ιδρωμένη στη παλάμη της.
"Άσε, θα του ανοίξω αργότερα"
"Μπορεί να έρθει πιο μετά"
Του κάκου ο Καίσαρας επέμενε. Χτύπαγε, ξαναχτύπαγε...έφυγε.

Τώρα ξαπλώνει στο κρεβάτι της, χωρίς στο προσκεφάλι της, τη φαντασία. Κατάλαβε πια εκείνη τη φράση. Μετάνιωσε που άφησε τον Καίσαρα, τόσες φορές να περιμένει. Τώρα ξέρει.
Τα δώρα της ψυχής της τα περιποιείται, τα στολίζει με πολύχρωμα χαρτιά και σατέν κορδέλες.Τα δίνει στον Καίσαρα και εκείνος τα κρατά με ευλάβεια και τα παραδίδει.
 Αν καμιά φορά το κουτί πέσει από τα χέρια του Καίσαρα και σχιστεί το περιτύλιγμα, εκείνη δεν σταματά.Κολλά το σχισμένο χαρτί, αλλάζει το περιεχόμενο του κουτιού και η αποστολή συνεχίζεται.
Ένα δώρο με αξία. Μικρή ή μεγάλη, σαν το ανάστημα ενός ανθρώπου. Σαν κι αυτό που πρέπει να λάβει.
- Κάθισε Καίσαρα. Σε κούρασα σήμερα. Να ψήσω καφεδάκι;
Μέσα από τον αχνό ενός καφέ σε συνάντησα για πρώτη φορά και μέσα από τη γεύση του, έγινες ο αγαπημένος μου. Τίποτα δεν είναι σαν αυτό που φαίνεται Καίσαρα.
Σε ευχαριστώ.


Ο ΠΑΠΠΟΥΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ


Ο ΠΑΠΠΟΥΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ


Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια χώρα, όχι μακριά από ‘δω, αλλά ψηλά από ‘δω, ζούσε ο παππούς ο Χρόνος.
Παράξενος παππούς. Μεγάλωνε, μεγάλωνε,... πάτησε εδώ


Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ


ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ

-Πάλι σταμάτησε. Τι θέλεις πάλι; Δε βαρέθηκες να κάνεις το ίδιο πράγμα;
Τη κοιτά και παίρνει σάρκα και οστά. 
Τη κοιτά στα μάτια, ψάχνοντας μες το θυμό της.
-Θυμάσαι τότε; Εκείνους τους δείχτες που έπρεπε να αλλάξεις; Προτίμησες να αδιαφορήσεις. Με "ίσως" και "μπορεί", τους άφησες.
Θυμάσαι εκείνους τους φιλντισένιους αριθμούς με το μαύρο περίγραμμα; Τους θαύμαζες και ήσουν αποφασισμένη να τους πάρεις.Μέτρησες αριθμούς σε μέρες, σε χρόνια και κρύφτηκες πάλι, πίσω από την αναβολή.
Τη νύχτα εκείνη, μία η ώρα, έπρεπε να βάλεις το άσπρο φουστάνι και να φύγεις. Αλλά εσύ έμεινες.
Όταν χτύπησα δύο φορές,η αλήθεια έπρεπε να είχε ειπωθεί,αλλά εσύ σιώπησες.
Στις έξι και μισή, έβαλα στα "χέρια " μου κάτι για σένα. Το κοίταξες και το χάρισες, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Εφτά η ώρα, όταν αναθάρρησες με μια στιγμή πάθους.
Εφτά και μισή, έφυγες ντυμένη με σκοτάδι και λύπη.
Στις οκτώ, κοιτούσες τον τοίχο και τη γραμμή της ζωής σου να φτιάχνει αχνά περιγράμματα πάνω του.
Στις εννιά, ένοιωθες να σε σφίγγει αυτή η ισχνότητα και βγήκες στους δρόμους. Για μια ελεύθερη αναπνοή, για μια στιγμούλα ελευθερίας.
Στις δώδεκα... δεν έχω άλλο κουράγιο να προχωρήσω.
Κινήθηκα, όσο πιο αργά μπορούσα. Για να σε βοηθήσω. Για να προλάβεις.
Εκείνη το κοιτά. Τη στιγμή που ανεβαίνει κατάκοπα στο σκουριασμένο καρφί του.
Ώρα μηδέν για κείνη!




Ρώτησα το χρόνο...
 "Ποια είναι η λύση;"
Και μου απάντησε:
"Άσε με να περάσω"

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

-Έλα , σου ετοίμασα τη βαλίτσα που αγαπάς
γι' αυτό το ταξίδι που πρέπει να πας! 
Μην αργείς πολύ, 
σε περιμένουν τα παιδιά σε χρυσή ακτή.
Τους έταξες τόσα πολλά
 και τα 'χεις μπλέξει στα χρυσά σου μαλλιά.
Σου έβαλα το παντελόνι το λαδί 
και το κοντομάνικο  μπλουζάκι το βυσσινί.
Α! και το μαγιό σου το χρωματιστό,
 εκείνο θυμάσαι, που είχαμε πάρει στο χωριό.
Τα παπούτσια σου τα αθλητικά 
για να παίζει μπάλα, όπου η ψυχή λαχταρά.
Κι αν κάνει ζέστη πολύ,
 τα πέδιλα σου τα έχω στο κουτί.
Κι όταν το στομάχι σου δεθεί
 από τη πείνα σαν κορδόνι
σου ΄χω καρπούζι λαχταριστό
 και δροσερό πεπόνι.
Σου 'βαλα δώρα για τα παιδιά,
 μη πας με χέρια αδειανά.
Βανίλια, σοκολάτα, καϊμάκι, 
γρανίτα φράουλα με καλαμάκι.
Παιχνίδια με αλμύρα και νερό,
 μαργαριταρένια αχιβάδα απ' το γιαλό.
Σου 'βαλα και εκείνα τα κλειδιά, 
για να κλείσεις του σχολείου την αγκαλιά.
Νεροπίστολα για τη δροσιά, 
όταν ο ήλιος θα καίει στου ουρανού την απλωσιά.
ΖΖΖ!...
 Άσε στην άκρη αυτή τη ζαβολιά 
και κρύψε το κουνούπι στου σπιτιού μας τη γωνιά.
Έλα να σε φιλήσω και να σου πω, 
πόσο πολύ σε αγαπώ.
Καλό ταξίδι, ξανθό μου καλοκαίρι
 και να χαρίσεις όμορφες στιγμές στης γης αυτά τα μέρη.

Εκείνη στέκεται, χαζεύει και κοιτά την κυπαρισσένια  κορμοστασιά!
Καλό ταξίδι!


Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

ΓΙΝΕΤΑΙ...


ΓΙΝΕΤΑΙ..

Η πρώτη φορά που το κρατάς αγκαλιά, γίνεται ευτυχία.
Το ξενύχτι του, υπομονή στο σώμα.
Το γέλιο του, θάλασσα ανάλαφρη.
Το δάκρυ του, βράχος στην άκρη του γιαλού.
Η αγκαλιά του, δύναμη συνέχειας.
Η επιθυμία του, 'προσταγή" που σαρώνει τα δικά σου "θέλω".
Ένας σκληρός του λόγος, αγκάθι που ματώνει τα φυλαγμένα  "γιατί".
Η απόρριψη του, σιωπηλή ενοχή για όλα αυτά που έκανες ή για όλα αυτά που δεν έκανες.
Το όνειρο του, βλέφαρα που γέρνουν και μια ψυχή που εύχεται.
Το ταξίδι του, χέρια πλεγμένα που "ποτίζονται" από τη προσευχή.
Το να γίνει άνθρωπος, αγώνας συνεχής μόνο με αφετηρία.
   Όλα αυτά τα 'γίνεται' δικά σου. Στην αρχή μικρά, ανάλαφρα.Γιγαντώνονται με τον χρόνο, τον αδιάφορο. Κι εσύ αλλάζεις ανάστημα κάθε φορά.Η ψυχή σε τραβά για να ψηλώσεις και να τα κλείσεις στην αγκαλιά σου, όλα. Κι αν σου παραπέσει κανένα, προσπαθείς να σκύψεις και να το μαζέψεις.
Μια μάγισσα, μια νεράιδα, μια γιγάντια κορμοστασιά.
Μια μάνα.


ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσπαθώ, χρησιμοποίηση, καταβολή σωματικών, πνευματικών δυνάμεων για την επιτυχία ενός σκοπού.
ΣΥΝΩΝΥΜΑ: μαμά, μητέρα, μάνα.



Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΠΟΥ

Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΠΟΥ

Μια ιστορία του παππού Δημήτρη. Όχι έτσι...κάπως έτσι...πάτησε εδώ



                                                          




Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

ΣΑΝ...


ΣΑΝ...

Μπροστά στο παραγώνι, οι δυο τους.Η γιαγιά στη καρέκλα της, τυλιγμένη με το μάλλινο σάλι της και εκείνη με τη μασιά να πειράζει τα ξύλα στη φωτιά. Άλλο δεξιά, άλλο παρά πέρα, όπως οι σκέψεις της.
-Γιαγιά, πως είναι οι άνθρωποι;
Εκείνη πήρε στα ροζιασμένα χέρια τη παλάμη της. Την έφερε βόλτα με ένα χάδι και είπε:
-Σαν τη παλάμη σου, κοκόνα μου!
-Πες μου γιαγιά.
-Τον βλέπεις αυτόν τον μικρούλι; Άνθρωπος ασήμαντος, περαστικός, λησμονημένος. Περνά από το διάβα σου και τα χνάρια του, τα σβήνει η πρώτη ψιχάλα. Φτάνει στιγμή, που δυσκολεύεσαι να θυμηθείς τη μορφή του, το όνομα του. Χάνεται στο πρώτο δείλι, αλλά κάνει τη περαντζάδα του.
Αγγίζει τον παράμεσο και συνεχίζει.
-Αυτό, αχ, αυτό! Όνειρα που πήραν σάρκα και οστά.Όρκοι αγάπης, που ζητάν να μείνουν στο "πάντα". Όρκοι σιωπής, σε λόγια ανείπωτα. Ένα δαχτυλίδι περνά στο δάχτυλο αυτό. Για να θυμίζει, για να σε πονά, για να σφραγίσει ένα τέλος ή για να σημάνει μια αρχή.
-Και ο μεσαίος γιαγιά;
-Κοπελούδι μου, αυτός είναι ο ξεχωριστός. Σαν το μπόι του, εκείνοι. Άνθρωποι μεγάλοι. Με ανάστημα. Άνθρωποι που ήρθαν, έμειναν και θα συνεχίσουν να μένουν στη ζωή σου. Μπήκαν από κάποιο μονοπάτι στο δρόμο σου και τώρα προχωράτε μαζί. Δίπλα, δίπλα. Βήμα, βήμα. Στη δυσκολία σου, παρηγοριά. Στον πόνο σου, βάλσαμο. Στο γέλιο σου, ευτυχία. Στην αγάπη, μοίρασμα.
-Και ο δείχτης;
-Αυτός ψυχή μου, τις περισσότερες φορές "κρεμά" ταμπέλες. Άνθρωπος, που μ' ένα κομμάτι σχοινί "ονοματίζει" πράξεις, πρόσωπα, λόγια. Δείχνει, κρίνει, κατακρίνει.Ανοίγει, με το έτσι θέλω, το βιβλίο της ζωής σου και ξεκινά από πάνω να κατεβαίνει αποφασιστικά. Περνά αυτό, εκείνο, το άλλο και σταματά εκεί... Στο λάθος. Κολλάει τη ματιά του εκεί, αδιαφορώντας για της σελίδας τα γραμμένα. Ένα δείχνει, χίλια σβήνει. Ίσως γιατί τού είναι πιο εύκολο αυτό. Να δείχνει το λάθος από το σωστά καμωμένο.
Η γιαγιά κλείνει μες τη παλάμη της τα τέσσερα δάχτυλα και με την άλλη χαϊδεύει τον αντίχειρα.
-Γιαγιά, αυτό το δάχτυλο είναι μόνο του, απόμακρο.
-Αυτό κοκόνα μου, είσαι εσύ! Δίπλα σε όλα. Απέναντι σε όλα. Αγγίζεις ένα, ένα. Ζεις μαζί τους. Κανένα δεν αγνοείς. Όλα αφήνουν κάτι. Μα μικρό, μα μεγάλο. Ζωής παιχνίδια. Καθένα σκύβει και αφήνει ένα μοναδικό αποτύπωμα. Κι όλα μαζί "κυλούν" στις γραμμές της παλάμης σου. Αχνά, ζωηρά, θορυβώδη. Κυλούν στο πεπρωμένο σου. Εσύ μαζεύεις από το ποτάμι της προσφοράς. Ένα μάθημα. Μια εμπειρία.Μια ανάμνηση. Μια επιλογή. Ένα λάθος.
Και συνεχίζεις ζωή μου!
Βήμα, βήμα.
Δρομί, δρομάκι! 
Πάντα μαζί τους.
 Σαν τα δάχτυλα! 
Δίπλα στο ποτάμι του πεπρωμένου!




Ένα σπίτι για να γεννηθείς,
ένα δέντρο για να ανασάνεις,
ένας στίχος για να κρυφτείς,
ένας κόσμος για να πεθάνεις.
                      Τ.Λειβαδίτης