ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ
-Πάλι σταμάτησε. Τι θέλεις πάλι; Δε βαρέθηκες να κάνεις το ίδιο πράγμα;
Τη κοιτά και παίρνει σάρκα και οστά.
Τη κοιτά στα μάτια, ψάχνοντας μες το θυμό της.
-Θυμάσαι τότε; Εκείνους τους δείχτες που έπρεπε να αλλάξεις; Προτίμησες να αδιαφορήσεις. Με "ίσως" και "μπορεί", τους άφησες.
Θυμάσαι εκείνους τους φιλντισένιους αριθμούς με το μαύρο περίγραμμα; Τους θαύμαζες και ήσουν αποφασισμένη να τους πάρεις.Μέτρησες αριθμούς σε μέρες, σε χρόνια και κρύφτηκες πάλι, πίσω από την αναβολή.
Τη νύχτα εκείνη, μία η ώρα, έπρεπε να βάλεις το άσπρο φουστάνι και να φύγεις. Αλλά εσύ έμεινες.
Όταν χτύπησα δύο φορές,η αλήθεια έπρεπε να είχε ειπωθεί,αλλά εσύ σιώπησες.
Στις έξι και μισή, έβαλα στα "χέρια " μου κάτι για σένα. Το κοίταξες και το χάρισες, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Εφτά η ώρα, όταν αναθάρρησες με μια στιγμή πάθους.
Εφτά και μισή, έφυγες ντυμένη με σκοτάδι και λύπη.
Στις οκτώ, κοιτούσες τον τοίχο και τη γραμμή της ζωής σου να φτιάχνει αχνά περιγράμματα πάνω του.
Στις εννιά, ένοιωθες να σε σφίγγει αυτή η ισχνότητα και βγήκες στους δρόμους. Για μια ελεύθερη αναπνοή, για μια στιγμούλα ελευθερίας.
Στις δώδεκα... δεν έχω άλλο κουράγιο να προχωρήσω.
Κινήθηκα, όσο πιο αργά μπορούσα. Για να σε βοηθήσω. Για να προλάβεις.
Εκείνη το κοιτά. Τη στιγμή που ανεβαίνει κατάκοπα στο σκουριασμένο καρφί του.
Ώρα μηδέν για κείνη!
Ρώτησα το χρόνο...
"Ποια είναι η λύση;"
Και μου απάντησε:
"Άσε με να περάσω"