ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΜΟΥ
Δεμένο το καράβι στο λιμάνι.Εκείνοι στη κουβέρτα ξεκουράζονται,συζητούν. Εγώ στο αγκυροβόλιο, τους χαζεύω και θυμάμαι.
Το " πλήρωμα' μου. Οι απλήρωτοι άνθρωποι μου.
Άλλοι στη πλώρη κι άλλοι στη πρύμνη, για να έχω τον καιρό πρίμα.
Σφαλισμένα στο αμπάρι, σεντούκια μαύρα, από σκέψεις, εξατμισμένες προσδοκίες, προδομένα όνειρα. Σφαλισμένα και κλειδαμπαρωμένα, μέχρι να τα ξεφορτωθούν στη πρώτη πούντα που θα φανεί.
Χτυπήματα- σχισμές και είναι έτοιμοι να καλαφατίσουν το σκαρί για να συνεχίσει τον απόπλου.
Πυξίδα και χάρτες για το ανεμοκαίρι, για την αντάρα. Κι εγώ δεν φοβάμαι, γιατί η πυξίδα τους θα μου βρει ένα απάγκιο.
Είναι εκεί, για να ρίξουν τα δύσκολα στα απόνερα του καραβιού και να τα διαλύσει η αλμύρα της μάγισσας.
Σκαρφαλώνουν στο άρμπουρο και η δύναμη τους "γλείφει" το ξύλο. Ανεβαίνει...ανεβαίνει και κυματίζει.
Στην αφεγγιά, ρίχνουν τα δίχτυα και μαζεύουν "μαργαριτάρια" του βυθού. Έτσι, για να "χορέψει" το καράβι στη πίστα του βένθου και του ουρανού.
Πλήρωμα μου! Μεγάλο ταξίδι, χωρίς καρνάγιο. Μόνο για λίγο, το σχοινί στη δέστρα και ο θόρυβο της άγκυρας να καταπίνεται από τον γιαλό.
Είναι το ταξίδι μου! Το πλήρωμα μου! Οι άνθρωποι μου!
Βίρα την άγκυρα... κι ας αργεί ο φάρος να φανεί.
Λάσκα τα σχοινιά.... για να πνιγεί η σκιά στα απόνερα!
Όρτσα τα πανιά...γιατί είστε μαζί μου!
Παλιό σκαρί, δοκιμασμένο πλήρωμα, αγαπημένο ταξίδι!
Χωρίς αυτούς, ανύπαρκτη ίσαλος γραμμή.
Είχαν τα ταξίδια μου, μάτια αγαπημένα, χέρια φιλικά,
που 'πλασαν τη φουρτούνα σε μπουνάτσα.
Έχουν τα ταξίδια μου το δικό τους πρόσταγμα,
ένα αρμυρό ευχαριστώ