Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟ



Φωνάζεις... Κουνάς τα χέρια σου, κρατώντας ένα βιβλιάριο. Έχει γίνει ένα με την παλάμη του.
Μιλάς και φωνάζεις.
Αγάπησα... Αγάπησα.
Σου ζητώ να μου δώσεις το μικρό αποδεικτικό που κρατάς. Μου το πετάς, σαν να θέλεις να το ξεφορτωθείς. Το ανοίγω.
 Κοιτώ τα στοιχεία του κατόχου και γυρίζω στη σελίδα των αναλήψεων.
Τα όνειρα εκείνης: ποσό μηδενικό.
Η φροντίδα της: 3650 ημέρες.
Το σπίτι σας: .... ευρω.
Το ταξίδι που της έταξες: μηδενικό ποσό.
Συνεχίζω να διαβάζω τη σελίδα των αναλήψεων και σε κοιτώ. Πριν σου μιλήσω, γυρνάω την επόμενη σελίδα που είναι τυπωμένες οι καταθέσεις.
Την έννοια της, όταν σε φώναζε με τα μάτια της: ποσό μηδενικό.
Μοίρασμα της σκέψης της: ...
Ένα σ'αγαπώ: ποσό μηδενικό.
Κατάθεση της ψυχής σου γι' αυτό που φωνάζεις,πάλι μηδέν.
Φωνάζεις ότι την αγάπησες.
Η αγάπη δεν είναι αγώνας. Δεν υπάρχει ούτε νίκη, ούτε ήττα.
Η αγάπη φοβάται μέσα στις φωνές και στριμώχνεται στο καβούκι της.
Θέλει έννοια, μοίρασμα, ζαχαρωμένες λέξεις για να ξεμυτίσει. Κι αν το τολμήσει γίνεται πελώρια. Γιγαντώνει τη ψυχή. Τη μεθάει. Χορεύει με τη ζωή και ξέρει πως να συνεχίσει.
Την έκλεισες την αγάπη σε ένα βιβλιάριο, σε μια φωνή.
Το βιβλιάριο σου έχει συμπληρωθεί.
Χρεωκοπία, όταν οι αναλήψεις είναι πιο πολλές από τις καταθέσεις.
Χρεωκοπία , μάτια μου!



Κάθε μέρα, η ίδια ερώτηση...
Αγάπησες;
Κάθε μέρα το ίδιο ψέμα...
Ναι!

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Η ΤΑΙΝΙΑ

H TAINIA


Βράδυ Σαββάτου. Μόνος στο σπίτι. Μόνος παντού. Μπροστά σε μια τηλεόραση, αφήνεις την μοναξιά σου να ξεδιπλωθεί. Ασπρόμαυρη η ταινία που βλέπεις. Αυτό το βράδυ, η μοναξιά δεν είναι καλή σύντροφος.Παίζεις με το κοντρόλ, αλλάζοντας κανάλια. Για σένα όμως, απόψε όλα είναι ασπρόμαυρα.
 Η δική σου σειρά, η δική σου ταινία. 
Ανάβεις το πορτατίφ που είναι δίπλα σου. Κάτι αλλάζει. Λίγο φως.
Κάπως έτσι ξεκινά.
Πάρε το φως της καλημέρας και ντύσε το πρώτο πλάνο.
Την αγκαλιά ενός αγαπημένου προσώπου και φτιάξε το δεύτερο πλάνο.
Στη βόλτα, στο δρομάκια της γειτονιάς, μάζεψε εικόνες και χρώματα για τη ταινία σου.
Πάρε το γέλιο ενός παιδιού.
Τη μυρωδιά του γιασεμιού που είναι γαντζωμένο στον μαντρότοιχο της κυρα Μαρίας.
Τη γεύση του κρασιού που είναι στο ποτήρι. Κουβέντα και πειράγματα στο τραπέζι που κάθεσαι με τον φίλο σου.
Λέξεις που σε άγγιξαν μέσα από ένα βιβλίο.
Τις κινήσεις του κορμιού από ένα τραγούδι που σε ταξίδεψε.
Τον έρωτα που λησμόνησες σε κάποια γωνιά.
Την αγάπη που σε πούλησε και την πούλησες για λίγα λεπτά εγωισμού ή αδιαφορίας.
Τα πλάνα σου τώρα είναι πολλά.
Διάλεξε καλέ μου και ξεκίνα!
Ξεκίνα να μοντάρεις.
Είναι η δική σου η ταινία.
Παραγωγός, ίσως το πεπρωμένο σου. Αλλά σκηνοθέτης εσύ. Οι επιλογές σου, μέσα απ' όλα αυτά που τα αποκαλούν ζωή.
Ας μην υπάρξει άλλο βράδυ Σαββάτου ασπρόμαυρο. Ας είναι ντυμένο με χρώματα.
Η ταινία αυτή, προσωπική υπόθεση.
Η ταινία αυτή, να θυμάσαι, ότι έχει μόνο μία προβολή.
Μία και μοναδική!





"Μια αστραπή είναι η ζωή, αλλά προλαβαίνουμε"
                                                   Ν.Καζαντζάκης

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Η ΛΕΞΗ

Η ΛΕΞΗ

Ψάχνει στο λεξικό, εδώ και ώρα, κάτι που δεν ξέρει. Κολλάει σε μια σελίδα και χαμογελά. Το αγαπημένο παιχνίδι της γραμματικής. 
"Παίρνω δυο λέξεις, τις παντρεύω και κάνω μια σύνθετη". 
Της άρεσε και συνεχίζει να της αρέσει αυτό το "προξενιό". Μπέρδευε, στα μαθητικά της χρόνια, το πρώτο συνθετικό με το δεύτερο και γελούσε, στο άκουσμα της λέξης. Ο γαμπρός γινόταν νύφη και η νύφη γαμπρός. Εκείνη ήταν η κουμπάρα.
Τώρα όμως διαβάζει τη λέξη "μένω" και δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο. Της φαίνεται δύσκολος. Ίσως γιατί έχει μεγαλώσει.
Δίπλα στη λέξη την επίμονη, κάθονται και κοιτούν κάποιες άλλες μικρές. Αρχίζει να διαβάζει και να συμπληρώνει αυθόρμητα και να κάνει προτάσεις.
Απλά μένω κάπου.
Παραμένω... στην καθημερινότητα μου.
Υπομένω... το "μεσαίωνα" της σκέψης.
Περιμένω... ένα αύριο, γιατί κουράστηκα από το σήμερα που ζω.
Προσμένω... αυτό που έχω ονειρευτεί από τη ζωή, όταν ξεκολλήσω από τα βαλτόνερα μου.
Αναμένω... στα σοκάκια της αγάπης αυτό που έφυγε ή το καινούριο που θα 'ρθει.
Επιμένω... και ελπίζω.
Απομένω... μόνη;

Γεννήθηκε στη πραγματικότητα, αλλά διαμένει στη πόλη των ονείρων της. Χτισμένη από τα δικά της χέρια. Πέτρα στη πέτρα, εκατοστό στο εκατοστό.
Μένει εκεί και προσμένει.




Ενεστ: μένω
Παρ: έμενα
Αόρ: έμεινα
Στιγ. μέλλοντας: θα μείνω     

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Η ΚΥΡΙΑ ΣΟΥΛΑ

Η ΚΥΡΙΑ ΣΟΥΛΑ

Άγνωστη. Δεν ήταν σημαντικό θέμα σε καμία εφημερίδα. Ζωή καθημερινή. Μιας απλής γυναίκας.
Γεννημένη σε κάποιο χωριό. Με δύσκολα παιδικά χρόνια. Με δανεικά βιβλία, ντυμένα με το μπλε χαρτί. Η πρώτη κόρη μιας οικογένειας.
Μάνα μετά και σύζυγος στη δική της οικογένεια. Η κυρία Σούλα όμως ήξερε πολλά μαγικά!
Έβαζε στα τρύπια ρούχα βελονιές παράξενες και τα στόλιζε.
Στο φαγητό που ήταν άσχημο, έβαζε δίπλα του, αυτό το κατιτί για να ξεγελάσει τη πείνα.
Έπαιρνε το αλεύρι και το μεταμόρφωνε σε χίλια δυο καλούδια.
Το ρούχο που είχε ανάγκη το έκανε παιδικό πανωφόρι και παπούτσια.
Με ένα ανεξήγητο τρόπο, τα λίγα που είχε στο πορτοφόλι της , τα έκανε πολλά. Αυτό κι αν δεν ήταν μαγεία!
Στην αγκαλιά της, σε κάποια γωνιά φώλιαζε η ασφάλεια, όταν βυθιζόσουν.
Στα λόγια της, υπήρχε η αγάπη, όταν έψαχνες να τη βρεις.
Σώμα και καρδιά, χίλια κομμάτια!
Πάρε εσύ, πάρε εσύ... και κοίταγε να τα μοιράσει όλα.
Μόνη της έννοια, αν τα έχει δώσει και τα χίλια.
Μόνη της στεναχώρια, αν αδίκησε κανέναν.
Η κυρία Σούλα, αυτή τη στιγμή, μπορεί να είναι στη πολυθρόνα του σαλονιού της.
Έχει ποτίσει τα λουλούδια, που είναι στο μπαλκόνι της. Μυρωδιά αγαπημένη, ίσως από το χωριό της.
Με σπιτικό φύλλο η πίτα, στο τσίγκινο ταψί, περιμένει να κρυώσει.
Κι εκείνη, είναι πάνω από το κέντημα της. Της αρέσει. Ξεχνιέται. Περνάει την ώρα της.
Κοφτό σαν τα χρόνια που πέρασαν.
Βυζαντινή βελονιά, σαν όλα αυτά που ήξερε.Σαν όλα αυτά που έμαθε και τα έδωσε στα παιδιά της.
Ανεβατό, σαν τα σκαμπανεβάσματα της ζωής της.
Κεντάει και σκέφτεται... πως να μοιράσει πάλι καρδιά και σώμα.
Μοναδική κυρία Σούλα!
Τι είναι για σένα ένας άνθρωπος σε ένα "πεδίο μάχης" που προσπαθεί να προστατεύσει τους "στρατιώτες" του;
Για μένα είναι ήρωας.
Η κυρία Σούλα;
Ο σημαντικότερος ήρωας στο δρόμο που περπάτησα και στη μάχη που δίνω.





Για κείνη που αποφάσισε να αφήσει την καρδιά της 
να κυκλοφορήσει έξω από το σώμα της για πάντα!
Για τη μάνα μου!

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Κοιτάζει από το παράθυρο του σαλονιού της. Θαυμάζει το ζωγραφικό κήπο της. Λουλούδια που τα "γέννησε" και τα μεγάλωσε. Δέντρα  που τα φύτεψε, τα σκάλισε. Είναι ο κόπος της. Η λαχτάρα της. 
Τα μάτια της σταματούν σε 'κείνο το δέντρο. Υπήρχε στο κήπο της. Δεν το πείραξε. Στραβός ο κορμός του, παράξενα τα λουλούδια του. Όταν το πρωτοείδε, είπε ότι δεν θα το κόψει. Θα το άλλαζε.
Βύθισε δίπλα στον κορμό του  έναν πάσσαλο. Το 'δεσε απαλά με σχοινιά. Νερό στη φρεσκοσκαμμένη λακούβα που είχε φτιάξει γύρω του. 
Νόμιζε ότι θα τα καταφέρει. 
Κάτι σαν να άλλαζε πάνω στο δέντρο. 
Σαν να ίσιωνε.
Η έννοια της ήταν αυτό το ισιάδι. Για τα παράξενα λουλούδια του, αποφάσισε να το μπολιάσει.
Ο γερο Χρόνος έστειλε τις εποχές του ξανά και ξανά.
Νόμιζε ότι τα είχε καταφέρει. 
Νόμιζε ότι ίσιωσε τον κορμό. 
Νόμιζε ότι άλλαξε την παραξενιά των λουλουδιών.
Κάποιο δείλι, ένα πουλί κάθισε στα κλαδιά του δέντρου:
-Νόμιζες ότι κάτι άλλαξες; Αυτό ήθελες να δεις και αυτό είδες. Έστω για λίγο, έστω για μια στιγμή.
Δέντρο μεγαλωμένο, με μορφή, με τα "έχω" του. 
Νόμιζες. Γιατί;
Άκου και μένα που έχω δει πολλά. Δεν αλλάζουν τα δέντρα ψυχή μου!Είναι όπως οι άνθρωποι!
Πετάρισε μακριά. Μερικά πούπουλα σκάλωσαν στα κλαδιά. 
Για λίγο. Για μια στιγμή. 
Μπολιάζεται ο άνθρωπος;
Γίνεται το στραβό, ισιάδι;




-Τι βλέπεις;
-Αυτό που θέλω να δω;
- Ναι, όχι αυτό που είναι!

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΏΝ

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

Δείχνει τα μυτερά της δόντια, γιατί ντρέπεται για την ασχήμια της.
Και η ασχήμια φέρνει κακό. Κόβει το νήμα της ζωής, γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει. Μισεί την ομορφιά γύρω της και θέλει να την πονέσει.
Μα οι ψυχές συνεχίζουν να λάμπουν. Καρφιτσώνονται στο τέμπλο του ουρανού και λάμπουν.
Αυτόφωτες, χωρίς την ανάγκη της.
Εξάλλου ότι ήταν να πράξει, το έπραξε. 
Δεν τη φοβούνται πια. 
Πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. 
Το τέλος.
Οι ψυχές, αστέρια στο θάμπος του μπλε.
Σηκώνω τα μάτια και τα βλέπω. 
Ξεδιψάω από το αστείρευτο φως τους.
Όσο τα κουβαλάω μέσα μου, εκείνα ξανάρχονται και φωτίζουν το σπιτικό μου. Ανάβουν ένα καντήλι στη σκοτεινή ζωή μου.
Ποτίζουν τις γλάστρες μου με αγάπη, θύμηση, νοσταλγία.
Η Άτροπος κακιώνει με το φως των αστεριών, με το χορό των ψυχών... και εγώ αυτή τη φορά χαίρομαι!




Καληνύχτα δικά μου αστέρια!
Νιώθω κουρασμένη απόψε!
Δεν είμαι πια παιδί!
Γερνάω!

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Η ΚΟΡΔΕΛΑ

Η ΚΟΡΔΕΛΑ

Κοριτσάκι, πόσο μ' αρέσουν τα μαλλιά σου πλεξούδα. Τρέχεις και το αγέρι τρυπώνει μέσα της.
Κάτσε να πλέξω στα μαλλιά σου μερικά λουλούδια.
Κοριτσάκι, πόσο μ' αρέσει η φωνή σου. Γάργαρη, παιδική, ανέμελη.
Θα σου μάθω κι άλλα τραγούδια κι άλλα ποιήματα.
Κοριτσάκι, πόσο μ' αρέσει το φόρεμα σου. Πολύχρωμο, μυρωδάτο.
Θα φέρω την Άνοιξη να σε στολίσει. Μπορεί να ζηλέψει την ομορφιά σου, αλλά της έχω μιλήσει για σένα. Μου υποσχέθηκε ότι θα το κάνει.
Κοριτσάκι, πόσο μ' αρέσει να σε βλέπω να παίζεις κουτσό. Μπερδεύεις τα βήματα σου, αλλά προσπαθείς. Πότε το ένα, πότε το άλλο και τα δυο μαζί, όταν κουράζεσαι.
Περίμενε να σου κρατήσω το χέρι για να τα καταφέρεις.
Κοριτσάκι, πόσο μ' αρέσει να σε βλέπω να ζωγραφίζεις. Προσπαθείς να "φυλακίσεις" το χρώμα μέσα στο περίγραμμα.
Κάτσε να φέρω τη γόμα για να σβήσω αυτή τη μολυβιά που σε στεναχωρεί.
Κοριτσάκι, πόσο μ'αρέσει να σε βλέπω να παίζεις με τις φίλες σου.
Άμα κουραστείτε, ελάτε να σας τρατάρω σοκολατένια μπισκότα και χυμό που σου αρέσει.
Αχ κοριτσάκι, τόσα σου έχω τάξει. Τόσα για να σε εμποδίσω να πας εκεί.
 Μη τον βλέπεις έτσι. Σε ξεγελάει. Δεν ξέρεις κοριτσάκι. Είναι κρύος και βαθύς. Μα το χειρότερο απ' όλα είναι, ότι δεν έχει γυρισμό.
Μη κοριτσάκι. 
Σταμάτα.
Λύσε τα σχοινιά και άφησε τη βάρκα να φύγει χωρίς εσένα.
Εγώ φταίω. Εγώ... γιατί σε έμαθα να λύνεις κόμπους.
Πως θα συνεχίσω χωρίς εσένα κοριτσάκι; 


Η βάρκα απομακρύνεται από την όχθη. Το κοριτσάκι αχνή φιγούρα στα βάθη του ποταμού.
Και εκείνος είναι ακόμα εκεί. Ένα με το χώμα, για τα μαλλιά που λύθηκαν και τη κορδέλα, που ο αέρας έφερε κοντά του.
Μόνο την κορδέλα.



Καλό ταξίδι κοριτσάκι!

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ Χ

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ Χ

Ποτέ δεν αγαπούσε τα μαθηματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Αυτόν τον πλάγιο τρόπο, τον συνδυαστικό, που θα τον οδηγούσε στη λύση.
Στα μαθητικά του χρόνια όμως, είχε "γράψει" στο μυαλό του μια εξίσωση:
                                                    (1/2+ 1/2) . χ= 1
Η ζωή τον μεγάλωσε. Τον δάμασε. Η εξίσωση βαθιά κρυμμένη στο άδυτο του μυαλού. Άλλοτε έψαχνε τον άγνωστο χ  και άλλοτε νόμιζε ότι τον είχε βρει.
Ήξερε όμως τι έψαχνε.
Αυτό το μισό.
Το μισό χέρι που θα τον κρατούσε στις δύσκολες στιγμές του.
Ένα άλλο μάτι που θα έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα,όταν εκείνος θα είχε βαλτώσει.
Ένα πόδι που θα περπατούσε δίπλα του. Ούτε μπροστά,ούτε πίσω.
Ένα αυτί που θα άκουγε όλους τους ήχους της ζωής του.
Μισά χείλη, που θα συμπλήρωναν το γέλιο στη μοναξιά του. 
Μισή καρδιά, για να μπορέσει να ζήσει.
Μισή ψυχή, για να ταξιδέψει.
Πίστευε σ' αυτήν την εξίσωση. Κάπου εκεί έξω πίστευε ότι υπάρχει η λύση της.
Μια λύση, που όταν την συναντήσει, με ένα μαγικό τρόπο, θα ενωθεί μαζί της. Χωρίς πλάγιους τρόπους, χωρίς καν μία σκέψη.
Ήθελε να βρει το ολόκληρο, γιατί ήξερε και ξέρει ότι ο άγνωστος χ υπάρχει.
Από τότε, πίσω από ένα θρανίο, αναρωτιέται αν θα προλάβει!




(1/2+1/2) . χ = 1   (όπου χ η αγάπη)

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΚΟΥΤΙ

ΤΟ ΚΟΥΤΙ

Αγαπημένο κουτί. Ήθελε να τα βάλει όλα μέσα. Το είχε πάρει με τις οικονομίες της.Το είχε βρει σε ένα παλαιοπωλείο. Μέσα στη σκόνη, ξεχασμένο σε μια γωνιά. Σαν να την περίμενε.
Το καθάρισε. Το γυάλισε και ήταν το καμάρι της. Μόνο εκείνη ήξερε τη σημασία του.
Πόσες φορές δεν το άνοιξε στη ξηλωμένη της ζωή!
Με τη μεζούρα μετρούσε ανθρώπους. Όχι το ύψος τους, αλλά το ανάστημα τους. Ανθρώπους στα δικά της μέτρα.
Στις ανοιχτές πληγές της, έπαιρνε πολύχρωμες κλωστές και τις έραβε. Με γερό κόμπο στην αρχή της κλωστής για να μη ξηλωθούν οι ραφές.
Με το σαπούνι έβαζε σημάδια. Στις αντοχές της, στα όρια της. Κι αν η ψυχή της ξεπερνούσε τα σημάδια, τα έσβηνε. Και τα πήγαινε λίγο πιο κάτω, λίγο πιο πέρα.
Στις αγκαλιές έραβε χρυσά κουμπιά, για να μην ανοίγουν εύκολα.
Στην υπομονή της πέρναγε πάντα ένα φαρδύ λάστιχο. Τέντωνε, μαζευόταν και ξανά μανά από την αρχή.
Καρφίτσωνε πάνω της πρόσωπα καινούρια. Στη πρώτη πρόβα άλλαζε τις καρφίτσες. Αν δεν της άρεσε αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη, οι καρφίτσες έμπαιναν στο μπλε πλαστικό κουτί τους.
Μια δαχτυλήθρα για να τη προστατεύει από το τρύπημα. Τιποτένια ασπίδα κι ας σε ξεγελούσε το γυαλιστερό της χρώμα.
Μα στο δικό της κουτί , την καλύτερη θέση είχε το ψαλίδι.
Κομμένα "θέλω", στραβά "πρέπει", ψαλιδισμένα ναι και όχι της ζωής της.
Δεν ήταν μια φορά που επικαλέστηκε το άνοιγμα αυτού του κουτιού. Ήταν πολλές.
Στις ξηλωμένες αγάπες!
Στις κακοραμμένες φιλίες!
Στις μπαλωμένες αγκαλιές!
Στις τρύπιες σκέψεις!
Μια βελονιά πίσω και δύο μπροστά. Μπαλωμένη φορεσιά η ψυχή της!





Αυτό το βράδυ η καρδιά μου με βελόνες ραμμένη.
Τουλάχιστον, δεν κρυώνει!

ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

Το κουτί της Πανδώρας

Μια φορά και δυο καιρούς, εκεί που το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό, υπήρχε ένα καλοκαίρι...πάτησε εδώ










  




Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ

Στο σπίτι των σχημάτων, μπορεί και των θαυμάτων...πάτησε εδώ



             

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

Η ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

Σε μια συνοικία της Αθήνας. Στο νοίκι πολλά χρόνια. Μια παλιά ντουλάπα στο παιδικό δωμάτιο. Στο δεξί της φύλο  τρία συρτάρια με χαραγμένα τρία γράμματα. Ένα γράμμα στο καθένα. Ταυτότητα. Συρτάρια με προσωπικότητα. Εκεί ήταν ταχτοποιημένες οι παιδικές μας αναμνήσεις. Μαζί τα συρτάρια, στα χρόνια που πέρασαν, μαζί και τώρα.
Ανοίγω το πρώτο συρτάρι ... Θυμάμαι τότε, που το αεροπλάνο θα έφευγε και ήθελα τόσα να σου πω. Τα δάκρυα κυλούσαν κι ένας κόμπος έκανε τη φωνή "άλαλη".
Ανοίγω το δεύτερο συρτάρι ...Θυμάμαι τότε που η μυστική συμφωνία των τριών, μας "φυλάκισε" για πολλές μέρες στο σπίτι.
Ανοίγω και το τρίτο... Θυμάμαι τότε, που ήσουν εκεί για να μ' ακούσεις. Μόνο να μ' ακούσεις, τίποτε άλλο.
Κάποιος σοφός είχε πει ότι ο Θεός, επειδή δεν μπορούσε να τα προλάβει όλα, έπλασε τη μάνα.
Οι αναμνήσεις μου όμως, μου λένε κάτι άλλο σοφέ!
Όταν ήθελα οι ώρες μου να γίνουν χαρά, έρχονταν.
Όταν η λύπη γινόταν φορτίο βαρύ, τα χέρια τους το σήκωναν.
Όταν η αγάπη έψαχνε να μοιραστεί, ήταν και πάλι εκεί.
Ο Θεός, όταν δεν μπορεί να είναι δίπλα σου και η μάνα έχει πελαγώσει, στέλνει τα αδέλφια.
Σιωπηλή συμφωνία, θαμμένα μυστικά, αδελφική αγάπη!



Το άθροισμα τριών προσθετέων οδηγούν στο ολόκληρο.

1/3+...+...=3/3

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΤΣΑΝΤΑΣ

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΤΣΑΝΤΑΣ

Είναι μια τσάντα , όχι γιορτινή, ούτε κάθε Σάββατο πηγαίνει στη λαϊκή.
Είναι μια τσάντα, πολύχρωμη και...πάτησε εδώ


ΟΙ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ

ΟΙ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ

Στο σταθμό του τρένου, είσαι έτοιμη εδώ και ώρα.
Ώρα αναχώρησης: Μία στιγμή.
Ώρα άφιξης: Άγνωστο.
Άνετο βαγόνι. Δροσιά ευχάριστη. Βολεύεσαι, στη θέση που γράφει το εισιτήριο. Άγνωστο ταξίδι, αλλά επιθυμητό. Κοντά στο παράθυρο, να εναλλάσσονται εικόνες κι εσύ να χαίρεσαι.
Ο σταθμάρχης σφυρίζει για τελευταία φορά. 
Οι πόρτες κλείνουν. 
Το τρένο σέρνεται δειλά και μετά ξεθαρρεύει. 
Απολαμβάνεις τη διαδρομή.
 Προσπαθείς να αγνοήσεις κάτι που σε ενοχλεί .
Αυτές οι βαλίτσες. Κοιτάς στην αρχή αδιάφορα και μετά επίμονα. Τις σκουντάς νευριασμένα με τα πόδια αλλά τίποτα δεν αλλάζει. Η ενόχληση παραμένει.
Βαλίτσα μονόχρωμη, με ετικέτα γραμμένη. Ασήκωτη. Βλέπεις μια θέση άδεια πιο πέρα. Γιατί όχι; Η βαλίτσα που γράφει "ευθύνες", σε ένα κενό κάθισμα. Κι αν έρθει άλλος ταξιδιώτης; Θα αδιαφορήσεις για το δικό σου "βάρος".
 Την άλλη; Σκέφτεσαι. Δεν μπορείς να κάνεις το ίδιο. Καρό, παλιά, η άλλη βαλίτσα. Η ετικέτα της γράφει "λάθη". Μόνη ακόμα στο βαγόνι. Ανοίγεις το παράθυρο του τρένου. Το καρό παράταιρα στολίζει το χωράφι με τα αγριόχορτα. Τελείωσες. Απλώνεις τα πόδια σου και χαλαρώνεις. Τίποτα δεν σε ενοχλεί. "Καλό μου ταξίδι" εύχεσαι στον εαυτό σου. 
Ώρα άφιξης: Κάποια στιγμή στο Παρόν.
Στο τέλος του ταξιδιού, ερημιά. Ο σταθμάρχης, πάλι θα κάνει αυτό, που ξέρει τόσα χρόνια. Εσύ θα κατέβεις κρατώντας απ' το χέρι το Παρόν. Χωρίς βαλίτσες, γιατί νόμιζες ότι σε ενοχλούσαν. Ήταν δικές σου όμως και έπρεπε να τις κρατήσεις. Σφυρίζει. Το παγκάκι άδειο. Το Παρελθόν και το Μέλλον, κουρασμένοι θαμώνες του σταθμού. Κουρασμένοι και ... φευγάτοι!





Έμαθα πια να κλίνω τη λέξη "το λάθος"
Έμαθα πια να κλίνω τη λέξη " η ευθύνη".
Και μπορώ να βάλω δίπλα τους και τη λέξη "μου".
Δυσκολεύτηκα αλλά το έμαθα!