Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΑΡΩΜΑ

ΤΟ ΑΡΩΜΑ

Φωτισμένος πλακόστρωτος δρόμος. Ερημικός.
Περπατώ με τα χέρια στις τσέπες και ρεμβάζω αυτή τη μυστική ομορφιά.
Βήματα με πλησιάζουν. Με προσπερνούν.
Το άρωμα του το νιώθω.
Κλείνω τα μάτια και τον ακολουθώ. Υπνωτισμένη, άβουλη.
Επιταχύνει το βήμα του κι εγώ ακολουθώ.
Στρίβει στο σοκάκι και σταματώ. Κάθομαι στο πεζούλι και κλαίω.
Χάνω τον διαβάτη αλλά εκείνο το άρωμα μένει. Μένει και κουβαλά μαζί του τόσα.
Τη νύχτα που με κρατούσες αγκαλιά, κάτω από το φως των αστεριών.
Τα λόγια που ειπώθηκαν, όταν το άρωμα "κυλούσε" στο λαιμό σου.
Την αγάπη που έκρυψα μέσα σε λίγες σταγόνες μυρωδιάς.
Τα χρόνια που πέρασαν φυλακισμένα σε ένα μπουκάλι.
Και απόψε, αχ, απόψε!
Ο άγνωστος, το άρωμα, τα φαντάσματα. Ποτισμένα με μυρωδιά, σε φέρνω πάλι πίσω.
Χάθηκε ο διαβάτης. Χάθηκες εσύ, αλλά αυτό το κάτι σε "ανάστησε" καρδιά μου.
Μυρωδιά μοναδική, που θα είναι πάντα η μορφή σου.
Δάκρυα που πότισαν το πεζούλι. Σκιές που χόρεψαν με τη νυχτιά.
Ένα άρωμα που γράφει το όνομά σου.



Η μυρωδιά του!
Μυρίζει Άνοιξη! Μυρίζει αγάπη!

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΑΛΗΜΕΡΑ

ΚΑΛΗΜΕΡΑ

Ξύπνησε. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και τον κοίταξε. Οι ώρες της καθημερινότητας θα τους χώριζαν. Ετοιμάστηκε αθόρυβα και τον άγγιξε πάλι με το βλέμμα της. Ήθελε να του αφήσει κάτι, μέχρι να ξαναβρεθούν.
Έγραψε:

Κ  αρδιά μου
Α  στέρι μου
Λ  ιμάνι μου
Η  λιε μου
Μ  ωρό μου
Ε  ννοια μου
Ρ  ότα της ζωής μου
Α  γάπη μου........................................ και έφυγε.

Εκείνος, όταν ξύπνησε και το είδε, χαμογέλασε για την αγάπη. Ήθελε να της αφήσει κάτι, όταν θα γύριζε. Και της έγραψε:
Άνθρωπε ΜΟΥ!...........................και έφυγε.

Λεξικό της ψυχής το ζεστό πλέον γυαλί. Μολύβι της αλήθειας. το σκούρο κραγιόν της.
Και ο καθρέφτης, χωρίς να το θέλει, δάκρυσε.




Κάτι για την αγάπη. 
Κάτι για να στολιστεί το δεδομένο. 
Κάτι σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία μέρα.

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΚΕΙ...

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΚΕΙ...

Είναι πολλά βράδια που πηγαίνω εκεί.
Ξαστεριά απόψε. Και σήμερα εκεί θα πάω.
Είναι ένας δρόμος σκοτεινός. Δεν φοβάμαι το σκοτάδι.
Περπατώ το δρόμο και σταματώ σ' αυτή την οδό.
Κάθομαι στα νοτισμένα σκαλοπάτια και βλέπω...
Σκέψεις μπερδεμένες να στέκονται στο πάρκο.
Αποφάσεις να ανεβοκατεβαίνουν το κράσπεδο.
Σκιές ανθρώπων που δεν είναι κοντά μου και μου λείπουν.
Σκοτάδι που δεν το διαπερνά ούτε μια ακτίνα φωτός.
Στιγμές που έχουν χαθεί  στα βρομόνερα των υπονόμων.
Στιγμές που ρισκάρουν, σαν νυχτοπεταλούδες στο παιχνίδι των φαναριών.
Μαγική οδός!
Βλέπεις και ακούς χωρίς το πετάρισμα των βλεφάρων και  το αφούγκρασμα.
Μιλάς με τον εαυτό σου και παίρνεις απαντήσεις.
Τον γνωρίζεις. Τον δέχεσαι. Διαφωνείς.
Αγαπημένη οδός! 
Οι λέξεις εκεί ακούγονται διαφορετικά.
Τα βήματα μου με οδηγούν στο δρόμο μου. Στο στέκι μου.
Στην Οδό Σιωπής!




Γεια σου σιωπή, αγαπημένη μου φίλη!
Είναι ώρα να μιλήσεις εσύ απόψε και εγώ να ακούσω τα λεγόμενα σου.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

 Έχω στη πιο βολική μεριά του σπιτιού μου, ένα ντουλάπι.
Ξύλινο, γυαλισμένο, ταχτοποιημένο.
Πίσω πίσω έχω βαλμένες, αυτές που δεν θέλω και μπροστά μπροστά αυτές που αγαπώ.
Όταν γίνομαι παιδί, τις βγάζω και περνάω όμορφα μαζί τους. Γελάω, παίζω, τις αγκαλιάζω.
Όταν γίνομαι ερωτευμένη, ασχολούμαι μ ' αυτές που αγαπώ.
Τις έχω αρωματίσει όλες με λεβάντα.
Άλλες έχουν ρουφήξει αυτό το άρωμα. Κλείνω τα μάτια και τις χαίρομαι.
Άλλες όμως, "σκληρές", "τραχιές" αφήνουν μια μυρωδιά πίκρας, αδιαφορίας. Ίσως κάτι από ξεραμένο αίμα μιας πολυκαιρισμένης πληγής.
Στα ράφια του ντουλαπιού κάθονται σιωπηλές. Στοιβαγμένες.
Στο άκουσμα ενός τραγουδιού, μερικές χορεύουν.
Σε κάποια φράση ζωντανεύουν και παίζουν με τα γράμματα.
Σε ένα άρωμα, κινούνται. Χαλάνε τη σειρά τους και πέφτουν από το ράφι.
Κι εγώ πρέπει να τις βάλω στη σειρά. Πάντα με σειρά προτίμησης.
Πολλές φορές σκέφτηκα να βρω ένα κλειδί. Έψαξα παντού. Ρώτησα. Μου είπαν ότι δεν υπάρχει. 
Είναι καιρός τώρα να τις ξεσκονίσω. Για ακόμα μια φορά, στη σωστή τους θέση.
Τότε, που η μάνα έπαιζε μαζί μας... μπροστά στο ράφι.
Τότε, που ειπώθηκαν ψέμματα στην αγάπη... στο πίσω μέρος του ραφιού.
Τότε, που τα γενέθλια μου ήταν έκπληξη.... βέβαια, μπροστά μπροστά στο ράφι.
Τότε, που... και συνεχίζω να τις ταχτοποιώ.




Ο χρόνος, όταν κινείται, ξέρει μόνο έναν δρόμο.
Οι αναμνήσεις πολλούς.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ

ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ

Κάθεται απέναντι μου και συζητάμε εδώ και αρκετή ώρα.
-Δεν γνωρίζω το χρώμα της προσμονής, μόνο τη γεύση της. 
Δεν κράτησα ποτέ την απόλυτη ευτυχία, μόνο την άγγιξα.
- Εγώ όμως Οδυσσέα, τη κράτησα.Την αγκάλιασα. Τη φίλησα.
Μέσα από τον πόνο του κορμιού, ήρθε και έσβησε τα πάντα.
Ήξερα ότι αυτό ήταν η απόλυτη ευτυχία που άκουγα. Για λίγο με κυρίευσε. Στιγμή μοναδική. Ανεπανάληπτη.
Αν γύρναγες τις σελίδες της ζωής μου πίσω, αυτό θα ήθελα να ξαναζήσω. 
Τώρα η απόλυτη ευτυχία έχει μεγαλώσει. Έγινε στο παιχνίδι του χρόνου χαρά, έννοια,αγωνία.
Η ευτυχία γι' αυτό που μου χάρισε, ζητά και εγώ δίνω. Προσπαθώ να της δώσω ότι το μυαλό σκέφτεται και ότι η καρδιά αισθάνεται.. Ξέρω ότι δεν μπορώ να την κρατήσω για πάντα κοντά μου. Θα ακολουθήσει άλλο δρόμο. Παρακαλάω μόνο το Θεό, τα μονοπάτια που θα διαβεί να μην τη πληγώσουν. Κι αν συμβεί αυτό, να μπορέσει να σηκωθεί και να συνεχίσει.Ξέρω, ότι όποτε με χρειαστεί, θα είμαι δίπλα της. Από τότε που την κράτησα, έχω ετοιμάσει ένα δισάκι. Μέσα έχω βάλει τη καρδιά μου,την έννοια μου, την ίδια μου τη ζωή.
Ο Οδυσσέας με κοιτά στα μάτια και περιμένει... Ζηλεύει; Αναρωτιέται; Δεν ξέρω.
-Το μόνο που ξέρω Οδυσσέα είναι αυτό. Είμαι ευλογημένη γιατί το έζησα!
Έζησα ένα μικρό ταλαιπωρημένο πλάσμα, που πριν χρόνια το είχαν ακουμπήσει στο στήθος μου.
Η απόλυτη ευτυχία Οδυσσέα!





-Πόσο μ' αγαπάς;
-Είσαι η καρδιά μου.
-Εμένα;
-Εσύ είσαι η ζωή μου.
Ικανοποιημένες και οι δυο κουρνιάζουν στην αγκαλιά μου και χαμογελούν. 
Κι εγώ μαζί, γιατί κρατώ την απόλυτη ευτυχία.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Έχοντας στη τσέπη τη πυξίδα και το πανί να ανεμίζει στο κατάρτι, συνεχίζεις. 
Συνεχίζεις σε μια πορεία που την έχεις σχεδιάσει σε μια στιγμή.
Έτσι ήσουν πάντα. Πουλί στα σύννεφα του ουρανού. Το "θα ήθελα", "θα το κάνω". Μια φυλακή, χωρίς κάγκελα.
Και έτσι είσαι τώρα.
Ανοίγεις το χάρτη, βάζεις σημάδια και φωνάζεις "βίρα τις άγκυρες".
Έχεις μάθει να λασκάρεις και να σφίγγεις τα σχοινιά στα κατάρτια.
Στις φουρτούνες στέκεσαι αγέρωχος στο τιμόνι και μιλάς γλυκά στην αγαπημένη σου.
Ξέρεις τις αδυναμίες της και τις κάνεις τα καπρίτσια της.
Και εκείνη σε κερνάει ότι λαχταρά εκείνη τη στιγμή.
Συνεχίζεις κι ας μη βλέπεις το λιμάνι.
Γιατί να αράξεις άλλωστε;
Αφού πάλι το μυαλό σου θα ονειρευτεί μια άλλη ρότα.
Καλό ταξίδι άγνωστε!





Με το αλάτι στο πετσί του, με τόσους ανέμους... και ακόμα.
Πότε μαζί τους, πότε κόντρα. Έτσι είναι το ταξίδι.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΟΜΜΑΤΙ

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΟΜΜΑΤΙ

Είναι απλωμένο στο τραπέζι του σαλονιού. Μεγάλο, με πολλά κομμάτια.
Της αρέσει. Διασκεδάζει.
Προσπαθεί να το φτιάξει. Κοντεύει.
Μια εικόνα πολύχρωμη απλώνεται μπροστά της.
Ένα τελευταίο κομμάτι και το παζλ θα ολοκληρωθεί.
Που είναι; Γιατί δεν το βρίσκει;
Αχ καρδιά μου, δεν θα μπορέσεις να το τελειώσεις ποτέ.
Αυτό που λείπει, είναι αυτό που σου λείπει. Αυτό που δεν έζησες.
Αυτό που έχεις θάψει μέσα σου και νομίζεις ότι είναι καλά κρυμμένο.
Είναι αυτό που σε "τρώει" κι εσύ κάνεις πως δεν το καταλαβαίνεις.
Είναι ένα όνειρο ξεχασμένο στο ντουλάπι του χρόνου. Μια σκέψη σκεπασμένη με τόσες άλλες.
Ένα "αν" που κάνει τη φαντασία σου να πλάθει.
Πλάθει το "αν" και εσύ πονάς.
Και το απωθημένο συνεχίζει.
Αλήθεια ή ξεγέλασμα των καιρών;
Ποτέ δεν θα μάθεις.
Αυτό το μικρό, μικρούτσικο κομμάτι που θα αφήσει ατελείωτο το παζλ.
Αυτό το μικρό, μικρούτσικο κομμάτι που είναι ζωντανό, νεκρό πάνω στο τραπέζι το ξύλινο.



Αυτό που δεν έχεις ζήσει... τουλάχιστον τώρα ξέρω.

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

Το παιχνίδι έχει αρχίσει. Οι κρυψώνες πολλές και οι παίχτες ακόμα περισσότεροι.
Εκείνη τα φυλάει.
"Θα είμαι εδώ, όταν με χρειάζεσαι", τρέχει πρώτο να κρυφτεί.
Το "δεν με νοιάζει " κι εκείνο.
Το "σ' αγαπώ", χώθηκε σε μια κρυψώνα δύσβατη.
Η αλήθεια συνεχίζει να μετρά, χωρίς ζαβολιές και αριθμούς που παραλείπονται.
"Φτου, σε βρήκα". Το πρώτο ψέμα βγαίνει.
"Φτου και εσύ". Πιστεύει ότι αυτή τη φορά θα κερδίσει.
Κοντεύει. Πλησιάζει να τα βρει όλα.
Το τελευταίο όμως ψέμα τρέχει... Και το τελευταίο ψέμα, το "σ' αγαπώ" φωνάζει θριαμβευτικά: "Φτου ξελεφτερία για όλους" .
Η αλήθεια απογοητευμένη τα ξαναφυλάει.
Ελπίζει ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρει.
Αχ, αλήθεια! Ξέρεις πότε θα τα καταφέρεις;
Όταν το "σ'αγαπώ" σου μοιάσει.




Τα σώματα μας θα χαθούν, θα σβήσουν από μας, 
θα μείνει μέχρι της συντέλειας των αιώνων, 
αυτό το "σ'αγαπώ" που σου ψιθύρισα στις ώρες τις πιο κρυφές.
                                                                         (Ν.Εγγονόπουλος)




ΛΑΤΡΕΜΕΝΗ ΜΟΥ

ΛΑΤΡΕΜΕΝΗ ΜΟΥ!

Κάθομαι στην άκρη της αγκαλιάς σου.Ξυπόλητη περπατώ στη βρεγμένη σου άμμο.
Να 'ξερες πόσο μ' ανακουφίζεις.
Σε κοιτώ και χάνομαι.
Μηδενίζεις τα προβλήματα μου. Ελευθερία ψυχής.
Είναι φορές, που θα ΄θελα να χαθώ μέσα σου.
Είναι φορές, που κλείνω τα μάτια και η μυρωδιά σου ζωντανεύει το κουρασμένο μου κορμί.
Ο ήχος σου με ταξιδεύει.
Πλανεύτρα κόρη!
Θα ΄θελα να σε κλείσω στην αγκαλιά μου.
Αλλά εσύ απλώνεις τα αλμυρά σου χέρια και παίρνεις τα ζύγια της ψυχής μου. Τα ρίχνεις στο γαλάζιο αλώνι σου και τα κομματιάζεις.
Λατρεμένη μου, στη θωριά σου, αλαφρώνω. 
Γιαυτό έρχομαι πάντα κοντά σου.




Έτσι να στέκω θάλασσα, παντοτινέ έρωτα μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά (Βάρναλης)






Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ

Κάτω από τον ίσκιο του δέντρου.
Απέναντι καθισμένοι  σε ένα τραπέζι.
Το τάβλι ανοιχτό και τα πούλια περιμένουν να κάνουν το θόρυβο που ξέρουν.
Άλλοτε εκείνος παίρνει τα πούλια τα άσπρα και άλλοτε εγώ.
Δεν μιλάει πολύ. Συγκεντρώνεται στο παιχνίδι.
Άλλοτε παίζει με πάθος και άλλοτε "τσιμπάει" τα ζάρια.
Δεν του το λέω.Τον αφήνω.Θυμώνει, όταν παρατηρώ τις αταξίες του.
Κουβέντες μαζεμένες ή σιωπή.
Φέρνει εξάρες και τα μάτια του λάμπουν. Κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Στο δικό μου άσσο-δύο, με κοιτά και περιμένει τη δύσκολη κίνηση.
 Στη λάθος κίνηση βρίζει.
Αν χάσει, το τάβλι κλείνει με θόρυβο και ψάχνει να βρει το λόγο της ήττας.
Αν κερδίσει, ζητάει να πάμε γι' άλλο.
Συμπαίχτης αληθινός και κάλπης.
Όμως περνάω καλά μαζί του.
Παίζω, γελάω, μιλάω, διαφωνώ.
Κερδίζω και χάνω.
Το τάβλι κλείνει.Τα πούλια ξεκουράζονται στο ξύλινο κουτί.
Κοιταζόμαστε στα μάτια.
-Τι θα γίνει εαυτέ μου; Θα πιούμε εκείνο το ουζάκι που λέγαμε;
-Αν πληρώσεις την ήττα σου, ναι ...  Και μου κλείνει το μάτι.




Εξάρες ή ντόρτια, η κίνηση πρέπει να παιχτεί με τον συγκεκριμένο συμπαίχτη.
Στο παιχνίδι, εσύ και ο εαυτός σου.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ

Στο χρόνο του κάποτε και στο μέρος του κάπου, υπήρχε το κάστρο της Ντραφοχώρας. Παράξενη χώρα, όμορφοι και παράξενοι άνθρωποι. Στο κάστρο λοιπόν αυτό της χώρας ζούσε ένας ιππότης. Κι εκείνος όμορφος και με κάτι παράξενο.
Ποια ήταν η ομορφιά του;
Πολεμούσε για το καλό και για τους κατοίκους αυτής της χώρας. 
Κάθε βράδυ έβαζε εκείνος όλες τις έννοιες του κάστρου στο μαξιλάρι και τις σκέπαζε με μία καληνύχτα.
Μόνος στα σοκάκια του κάστρου αφουγκραζόταν το γέλιο, το παράπονο και τη σκέψη του άλλου.
Ποιο ήταν το παράξενο;
 Στα δίχτυα της νύχτας, ο ιππότης καθόταν στη πολεμίστρα του κάστρου με χιλιάδες σκέψεις να μπλέκονται στο μυαλό του. Εκείνη τη στιγμή γινόταν κάτι μαγικό. Κάτι που ήθελε να του πει:
"Μην ανησυχείς ιππότη, όλα θα πάνε καλά."
Το φεγγάρι μεταμορφωνόταν σε κλειδί του σολ και τα αστέρια γινόντουσαν νότες στο πεντάγραμμο της νυχτιάς. Ένα τραγούδι σκέπαζε το σκοτάδι. Ένα τραγούδι που ήταν μόνο για ΄κεινον.



Καληνύχτα ιππότη!
Δεν ξέρω το τέλος της ιστορίας σου. Ίσως το γράψεις εσύ. Ίσως το γράψει η ζωή.
Εγώ θα ήθελα να τελειώσω την ιστορία μου, όπως τελειώνουν όλα τα παραμύθια.
Να ζήσουμε εμείς καλά και εσύ ακόμα καλύτερα, με το τραγούδι σου να παίζει κρυφτό στις πολεμίστρες του κάστρου. Κι εσύ να είσαι εκεί και να το σιγομουρμουρίζεις.




Στον ιππότη της ζωής μου! 
Δεν ξέρω αν είναι ευτυχισμένος. 
Ιππότη ακούμπησε στο προσκεφάλι και άσε να σε σκεπάσει το σεντόνι του κόσμου με μία καληνύχτα!


ΤΟ ΜΠΛΕ

ΤΟ ΜΠΛΕ

Λένε ότι η λύπη κοιτάζει πίσω, ο φόβος κοιτάζει τριγύρω και η πίστη κοιτάζει ψηλά.
Ουρανέ βοήθα με!
Η απάντηση θα βρεθεί.
Και η μέρα έχει μόλις αρχίσει.
Αναρωτιέται για το τι πρόκειται να συμβεί.
Ελπίζει.
Η απεραντοσύνη του μπλε γιγαντώνει την ελπίδα.
Η απάντηση θα βρεθεί.
Από τη λάμψη στα μάτια της η απάντηση έχει βρεθεί.



" Στην απεραντοσύνη της φύσης, το μεγάλο γίνεται τόσο μικρό και το απροσπέλαστο , βατό"

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Θα σου σιγομουρμουρίσω ένα τραγούδι στην τελευταία αυγουστιάτικη περαντζάδα σου.
Χόρεψε Καλή μου, στο απέραντο γαλάζιο σου.
Καθρεφτίσου μέσα στο ποτήρι μου.
Λικνίσου δίπλα στον καπνό του τσιγάρου, που σιγοκαίει.
Σκύψε στη στροφή του χορού και μάζεψε από τη γειτονιά του κόσμου τα κακώς κείμενα.
Σκόρπισε κάθε σεκλέτι του ζεϊμπέκικου.
Στο χειροκρότημα ράντισε με την ομορφιά σου τα μελλούμενα.
Σκέπασε τα με  ασημόσκονη και μεταμόρφωσε τα.
Χάραξε αυτό που ξέρεις, για να διαβώ το δρόμο του φεγγαριού.



Ώρα καλή, Καλή μου!


ΓΕΝΑΡΗΣ

ΓΕΝΑΡΗΣ

Αιμοραγώ.
Αλώβητη δεν βγαίνει η καρδιά.
Πολλά τα "πρέπει" για να αντέξει.
Στράγγιξε πλέον το αίμα.
Ανοιχτή πληγή που περιμένει την επούλωση.
Ρούχο τσαλακωμένο η ψυχή μου.
Μπαλωμένο με τις αδυναμίες και τα λάθη μου.
Πόσο κρυώνω απόψε.
Κράτα με.
Πανωφόρι η αγκαλιά σου.
Ζεστάθηκε η ψυχή μου.
Άνθισε..
Και είναι Γενάρης ακόμα!



"Ηρεμία και δύναμη ζωής, όταν το εγώ και το εσύ γίνεται ένα, σε μία αγκαλιά"

ΣΗΜΑΔΙΑ

ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ 

Σημάδια αχνά,πιο σκούρα, μαύρα. Δεν έχει σημασία.
Η ζωή στα δείχνει. Πάντα στα δείχνει. 
Και αφήνει εσένα να τα δεις και να αξιολογήσεις.
Στάσου! Δες τα και μη τα προσπερνάς βιαστικός. 
Είναι αυτά που θα χαράξουν τη πορεία σου. 
Μη ρίξεις το φταίξιμο αλλού. 
Εσύ φταις,  που αγνόησες αυτό που είδες.
Όχι η ζωή. 
Αν σταματήσεις στη μέση του δρόμου και κοιτάξεις πίσω και δεν σ΄αρέσει αυτό που θα δεις μη τη βρίσεις.
Μη μελαγχολήσεις. 
Μην απελπιστείς. 
Η μέση μπορεί να γίνει μια καινούρια αρχή με άλλες στιγμές, λέξεις, πρόσωπα. Εσύ προχώρα και δες τα σημάδια αυτή τη φορά. 
Μπορεί το τέλος να γράψει μια καινούρια αρχή.





"Το να πέσεις δεν είναι φοβερό.. Το να μη θέλεις να σηκωθείς όμως είναι ολέθριο." (Πάολο Κοέλο)

ΜΟΥ ΕΙΠΕ...

ΜΟΥ ΕΙΠΕ...

Μου είπε ότι θα τα πούμε σύντομα και η απουσία έγινε παρουσία σύντομα.
Μου είπε ότι θα είναι εκεί να με αφουγκραστεί και ήταν εκεί. Άκουσε το παράλογο, χωρίς να το κάνει λογικό.
Μου είπε ότι θα είναι δίπλα μου και μου άπλωσε το χέρι.
Μου είπε ότι είμαι τα πάντα για εκείνον και μου το έδειχνε μέσα από απλές, καθημερινές στιγμές.

Του είπα ότι γράφω  το  Λ   και δίπλα έγραψε το          Π,
               συνέχισα  το  Ο   και εκείνος       το            Ρ,
                             το  Γ   και δίπλα έβαλε το            Α,
                             το  Ι   και σταθερά έγραψε το       Ξ
                      και  στο Α   το μολύβι τελείωσε με το    Η.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι σπάνιοι και τους "φυλακίζεις" στην καρδιά σου ισόβια.



Υπάρχουν;
Υπάρχουν και είναι μοναδικοί!

ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΣ

ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΣ

Είναι φορές, αχ, πόσες φορές που έρχεται και φωλιάζει.
Χωρίς να το ζητήσεις, χωρίς να το θέλεις.
Φτιάχνει τη φωλιά του με ότι βρει και αράζει.
Αράζει και περιμένει.
Προσπαθείς να τον διώξεις και εκείνος αδιαφορεί για τα χέρια που νιώθει.
Να μπορούσα να σε ξεριζώσω, να βγάλω ένα ένα τα φτερά σου.
Και έτσι γυμνός, γεμάτος ντροπή, να αφήσεις τη φωλιά σου.
Παίρνεις τη φωνή του και την κάνεις άχυρο.
Το άρωμα του και το κάνεις χαμόκλαδα.
Το βλέμμα του και συνεχίζεις να πλέκεις.
Το άγγιγμα του για να την τελειώσεις.
Κι εγώ σε κοιτώ, σε κοιτώ και μοιρολατρώ, γιατί φοβάμαι.
Φοβάμαι και το φεγγάρι κυλάει δίπλα μου.
Κάτσε Φόβε δίπλα και συ.
Ακόμα μια νύχτα που δεν τον έχω.
Να 'ξερε πόσο δύσκολα θα περάσει κι αυτή η νύχτα.


Κι όμως να'ξερες πόσα όμορφα πράγματα ξεκίνησαν από ένα φόβο!

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΦΛΟΙΣΒΟΣ

Ο Φλοίσβος

Νάτος, τον βλέπω. Σιγονανουρίζεται από τα κύματα.
-Ξύπνα βαρκάρη!Πάρε με από εδώ. Θέλω να φύγω.Αυτή τη στιγμή που οι θύμησες γεμίζουν το μυαλό μου.Δεν αντέχω. Χάραξε την πορεία μου. Βρες τη πυξίδα και έλα να φύγουμε. Σε παρακαλώ.
-Δεν μπορώ. Είναι μικρή η βάρκα μου. Δεν μπορεί να ταξιδέψει άλλους καημούς, άλλες αγάπες. Άραξε στο λιμάνι. Τη γέρασαν οι προσμονές. Σκέβρωσε το ξύλο από τα δάκρυα.. Τώρα περιμένει το τέλος. Ψάξε αλλού.
-Δεν υπάρχει κανείς.Μόνο εσύ βαρκάρη.Πρέπει να φύγω οπωσδήποτε.Με περιμένει στον Φλοίσβο.Θα αργήσω και θα φύγει.Εκεί άφησα το αντίο του αποχωρισμού.Τα χέρια μου ήταν πλεγμένα στα λεπτά που πέρναγαν.Τέτοιο βράδυ ήταν και τότε.Ήρεμο, φθινοπωρινό, ξάστερο.Μόνοι. Εγώ και εκείνος. Η αγκαλιά και τα χάδια μιλούσαν.Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τα λεπτά που περνούσαν, τις μέρες που θα μας χώριζαν. Ήθελα να του πω τόσα πολλά. Χάιδευα το πρόσωπο΄του για να μείνει το σχήμα στα χέρια μου.Τον αγκάλιαζα για να φορέσω τη ζεστασιά του.Τον φίλαγα για τα λόγια που δεν ειπώθηκαν. Πρέπει να πάω. Είναι μόνος. Με χρειάζεται.Είμαι μόνη. Τον αγαπώ. Τέτοιο βράδυ ήταν και τότε. Γιαυτό πονάω πιο πολύ.
Βαρκάρη...
Πάλι κοιμήθηκε.
Καληνύχτα! 
Παίρνω το δρόμο του γυρισμού. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.Δεν μπορεί να με περιμένει εξάλλου. Για ποιο λόγο;
Με θυμάται;Ουτοπία
Μ' αγαπάει; Ψευδαίσθηση.
Του λείπω; Υπόθεση.
Ο Φλοίσβος για μένα; Ανάμνηση, πόνος, σημάδι.



"Βαρκάρη ζήτησα τη μοναξιά, όχι αυτή την ερημιά"

ΕΝΑ ΦΛΙΤΖΑΝΙ ΚΑΦΕ

ΟΤΑΝ ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΓΙΝΕΤΑΙ... ΠΙΝΕΛΟ


ΕΝΑ ΦΛΙΤΖΑΝΙ ΚΑΦΕ

Ένα φλιτζάνι καφέ με το πρώτο καλημέρα.
Τα παγωμένα χέρια κλείνονται σε ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ. 
Νιώθεις, μυρίζεις, γεύεσαι.
Στη κούραση και στη λύπη σου, τον ζητάς για να ξαποστάσεις.
Στα λόγια που θέλεις να πεις, είναι σύντροφος.
Στη σιωπή ακούει.
Στον προσφέρουν όπως σου αρέσει και το "ευχαριστώ" σου στάζει γλύκα μέσα στο φλιτζάνι.
Όπως και να τον πίνεις,βαρύ σαν τον χωρισμό, γλυκό σαν μια ανάμνηση, ελαφρύ σαν μια τρελή σκέψη, σκέτο σαν κάποιο βάσανο πάντα με κάποιο τρόπο τον πληρώνεις.
Ένα φλιτζάνι καφέ...με μια δόση αγάπης!



-Παρακαλώ, θα ήθελα ένα φλιτζάνι καφέ.
-Πως τον θέλετε;
-Αυτή τη φορά ελπίζω, όπως μου αρέσει.

ΑΓΡΙΑ

ΑΓΡΙΑ

Κάποτε τη θάλασσα τη λάτρευα.Έπαιρνε την άβυσσο μου και την έκανε σταγόνες, βροχή, κύματα.Έδιωχνε την αδυναμία της ψυχής μου.Τώρα;
Με χωρίζει απ' τη μορφή σου, απ' τα χέρια σου και με κάνει και πονάω.Υποφέρω και υπομένω γιατί όλα τα κύματα είναι αδιέξοδοι.
Εκείνη αγκαλιάζει την άμμο, χαϊδεύει τα αστέρια, φιλάει τον ουρανό και εγώ νιώθω να με τυλίγει η παγωνιά.
Μέσα στη τρικυμία της ζει ο Θεός της και στη δική μου, εσύ είσαι μακριά. Χωρίς την ελπίδα του ερχομού, χωρίς το φάρο να ανάβει.
Το καράβι φεύγει, προσπερνάει κι εγώ εδώ στην άκρη του λιμανιού μελαγχολική, ανόητη.
Δεν ξέρω αν πρέπει να σε μισήσω θάλασσα. Και ήρεμη να με αγνάντευες , εκείνος δεν θα ερχόταν. Η αγάπη δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Είναι μόνο λόγια που μένουν και με βασανίζουν.Είναι δεσμά που φυλακίζουν τα χέρια μου και με εμποδίζουν να ρίξω τις αναμνήσεις στον παγωμένο βυθό σου.
Τι κι αν αγριεύεις; Τι κι αν φλερτάρεις την αμμουδιά γλυκά;
Καληνύχτα θάλασσα μου! Σήμερα δεν θα αφήσω τίποτα στα κύματα σου.Δεν μπορείς να με ανακουφίσεις. Χτύπα μανιασμένα. Εγώ φεύγω. Παίρνω μαζί μου τους φόβους μου, την αγάπη μου.
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κανένας για μένα.
Ούτε εσύ, ούτε εκείνος.




Αχ, θάλασσα μου σκοτεινή, θάλασσα λατρεμένη!



ΣΥΜΠΑΘΑ ΜΕ

«ΣΥΜΠΑΘΑ ΜΕ»

          Μια φορά και δυο καιρούς, εκεί που το πραγματικό συναντά το φανταστικό, ζούσε ένα αγόρι. ‘Ένα αγόρι που κουβαλούσε πολλές λέξεις στις τσέπες του και μόνο μία απορία. Λέξεις, όπως φτωχό, ορφανό, ευγενικό. Είχε μάθει να ζει με λίγα, να φέρεται σ’ αυτά τα λίγα με εκτίμηση και μοναξιά. Στη μέρα που τον συναντούσε και στη νυχτιά που του έδινε απάγκιο, έψαχνε. Έψαχνε και αναρωτιόταν πως είναι αυτή η αγάπη. Πως μυρίζει, τι γεύση έχει, πως την καταλαβαίνεις; Έβαλε αυτήν την απορία στη τσέπη του μαζί με ό,τι άλλο κουβαλούσε και ξεκίνησε ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι σε έναν κόσμο παράξενο. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι  θα σταματήσει μόνο όταν αυτή η απορία λυθεί. Ξέχασα να σας πω ότι μια άλλη λέξη που κουβαλούσε πάνω του ήταν το πείσμα.
Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, εκεί που ο ήλιος έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, στην άκρη μιας πλαγιάς, κάθισε να ξαποστάσει. Άκουσε μια αδύναμη φωνή που τον έκανε να κοιτάξει τριγύρω για να δει από πού έρχεται.
-Εδώ είμαι, κοντά σου.
-Συμπάθα με που δεν σε είδα, της είπε, μόλις τα μάτια του αντίκρισαν ένα μικρό μοβ λουλούδι μέσα στη παγωνιά.
-Έτσι γινόταν συνήθως, του απάντησε. Έσκυψε κοντά της και τη ρώτησε.
-Ποια είσαι; Τι κάνεις μέσα στο κρύο;
-Ανεμώνη όλοι με ξέρουν και θέλω να με πάρεις μαζί σου.
-Συμπάθα με, αλλά δεν έφτασα μέχρι εδώ για να μαζέψω λουλούδια.
-Ξέρω αγόρι γι αυτό που κρύβεις στη τσέπη σου. Πάρε με μαζί σου.
-Ξέρεις τι είναι η αγάπη;
-Ξέρω. Στον κόσμο τον πραγματικό ήμουν κάτι μικρό και διαφορετικό. Έζησα την κοροϊδία και την απόρριψη. Οι μέρες μου ήταν μοναχικές.
-Συμπάθα με, την διέκοψε το αγόρι, αλλά αυτό το ζω κι εγώ. Γιατί να σε πάρω μαζί μου;
-Μέσα από τη μοναξιά μου αγόρι έμαθα. Έμαθα να αγαπώ τον ήλιο όταν μου χαμογελούσε, τον αέρα, όταν μου ανακάτευε τα μαλλιά. Ακόμα και τους ανθρώπους, όσοι κι αν ήταν, που με δέχονταν όπως ήμουν. Έγινα φίλη με την μοναξιά μου. Αγάπησα αυτό το μικρό και το διαφορετικό που ήμουν και όταν χρειάστηκε χάρισα την καρδιά μου σε ένα παιδί που την είχε ανάγκη.
Τώρα είμαι ένα λουλούδι, πάλι μικρό και διαφορετικό. Όταν χάνεσαι μέσα στη μοναξιά σου και θα ψάχνεις τα δικά σου μονοπάτια, εγώ θα είμαι δίπλα σου. Μέσα στο χειμώνα των ονείρων σου, θ’ ανθίζω και θα σου λέω «συνέχισε» κι ας είναι όλα παγωμένα. ‘Όταν η φύση κοιμάται θα είμαι κοντά σου. Στα απόκρημνα μονοπάτια της ζωής σου θα με κοιτάς και θα παίρνεις κουράγιο κι ας είμαι διαφορετική.
Το αγόρι τη κοίταξε, νιώθοντας να χτυπά η καρδιά του κάπως παράξενα. Έσκυψε, την έκοψε προσεχτικά και την πήρε μαζί του. Το μονοπάτι του βουνού, τον οδήγησε μπροστά σε ένα πετρόχτιστο σπίτι. Μπροστά στο σπίτι υπήρχε ένας κήπος. Μικρός και δειλά ανθισμένος. Κάθισε σε ένα κούτσουρο για να μιλήσει με την ανεμώνη του, αλλά δεν πρόλαβε. Μια λεπτή και ευαίσθητη φωνή ακούστηκε δίπλα του.
-Γεια σου.
Γύρισε και είδε μέσα σε μία γλάστρα που ήταν σκεπασμένη, ένα λευκό λουλούδι να προσπαθεί να του μιλήσει.
-Γεια σου και σε σένα, του απάντησε.
-Τι κάνεις μέσα στο κρύο; τον ρώτησε.
-Ταξιδεύω και ψάχνω, της απάντησε το αγόρι.
-Πάρε με μαζί σου.
-Συμπάθα με λουλούδι, αλλά δεν χωράς σ’ αυτό που ψάχνω.
-Με λένε Γαρδένια, αγόρι και θα σε βοηθήσω, είμαι σίγουρη .
-Πώς; δεν καταλαβαίνω.
-Σκύψε κοντά μου, ελευθέρωσε με από αυτό και θα σου πω πως.
Το αγόρι γονάτισε δίπλα στη γλάστρα, την ξεσκέπασε και περίμενε τα λόγια της.
-Ψάχνεις την αγάπη έτσι δεν είναι;
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και η γαρδένια συνέχισε:
-Δεν μπορώ να αντέξω το κρύο και το καλοκαίρι αγαπώ τη δροσιά. Αν με βάλεις κάτω από ένα δέντρο πρέπει να διαλέξεις ένα μέρος που να υπάρχει ένα άνοιγμα στη φυλλωσιά του γιατί αγαπώ τον ήλιο, αλλά δεν τον λατρεύω και τα άνθη μου τα καίει. Η αλήθεια είναι ότι θέλω πολλή  φροντίδα γιατί είμαι πολύ ευαίσθητη.
-Δεν καταλαβαίνω γαρδένια, γιατί μου τα λες όλα αυτά. Δεν έχω χρόνο σ’ αυτό το ταξίδι για να σε φροντίζω, ούτε για να ασχοληθώ με τις ευαισθησίες σου.
Η γαρδένια έκανε πως δεν τον άκουσε και συνέχισε.
-Αν μου προσφέρεις αυτά που χρειάζομαι, θα είμαι το λουλούδι σου και όταν τα καταφέρεις και ανθίσω θα σου χαρίσω κάτι μοναδικό.
 Το αγόρι την κοίταξε κάπως δύσπιστα, αλλά η γαρδένια του είπε:
 -Κλείσε τα μάτια σου και μύρισε.
 Τα λόγια της ακούστηκαν σαν παράκληση και εκείνο δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι.
Το άρωμα της, πλημμύρισε το σώμα του και έκανε τη καρδιά του να χτυπά υπέροχα.
-Κάπως έτσι είναι η αγάπη , αγόρι. Κάποιες στιγμές της είναι δεμένες με κάποιο άρωμα. Ένα άρωμα που, όπου κι αν είσαι, ότι κι αν κάνεις, αν το αισθανθείς, θα σου γεννά μια στιγμή αγάπης, μια ανάμνηση. Μετά την φροντίδα σου, όταν χρειαστεί να στολίσεις αυτές τις στιγμές για να τις κάνεις μοναδικές, εγώ θα είμαι εκεί. Θα μπορώ να σου προσφέρω αυτό το άρωμα για να το απλώσεις στην αγάπη.
Το αγόρι μαγεμένο και βυθισμένο στο άρωμα της γαρδένιας, έκοψε το λουλούδι προσεχτικά και το έβαλε στον κόρφο του.
Άφησε το πετρόχτιστο σπίτι και τον χειμώνα και συνέχισε τον δρόμο του. Ένα δρόμο που τον οδήγησε στην άνοιξη και σε ένα λιβάδι. Σε ένα πολύχρωμο χαλί που πάνω του ξεδίψασε, χόρτασε, κυλίστηκε. Όταν  ο ήλιος τον αποχαιρέτησε και το φεγγάρι τον καλωσόρισε, το αγόρι αποκαμωμένο πια, ξάπλωσε στο κρεβάτι του λιβαδιού για να ξεκουραστεί.
-Ε! όχι πάνω μου, ακούστηκε μια φωνή δίπλα του.
-Συμπάθα με, δεν το ήθελα, απάντησε το αγόρι.
-Θα με χαλάσεις και πως θα με πάρεις μαζί σου, του είπε το λουλούδι.
-Γιατί να σε πάρω μαζί μου;
-Αφού με χρειάζεσαι, του απάντησε εκείνο.
Το αγόρι δεν μίλησε και το άφησε να συνεχίσει.
-Πρώτα, πρώτα να συστηθώ. Με λένε Αμάραντο. Βλέπεις πως έχω στολίσει με τα χρώματα μου όλο το λιβάδι; Έτσι στόλιζα και τη ζωή του παιδιού μου. Ήμουνα ένας πατέρας που έντυνα τις μέρες μας με τραγούδια, παιχνίδια, χαρές. Έφτασε όμως κάποια στιγμή, που χωρίς να το σκεφτώ, έπρεπε να του δώσω κάτι και του το έδωσα. Μια ζωή, για να συνεχίσει εκείνο.
Το αγόρι το κοίταξε με μάτια δακρυσμένα και η καρδιά του χτύπησε στο ρυθμό της λύπης , αλλά το αμάραντο του είπε:
-Μη λυπάσαι αγόρι. Είμαι ευτυχισμένο. Το βλέπω να μεγαλώνει, να αντρειεύει και δεν αναρωτιέμαι αν έκανα το σωστό. Κάπως έτσι είναι η αγάπη. Έδωσα και τώρα ανθίζω μέσα στην αγκαλιά της άνοιξης. Αργώ να μαραθώ για να μπορώ να βλέπω και να καμαρώνω το αγόρι μου. Πάρε με μαζί σου λοιπόν, μικρέ. Κι εσύ με χρειάζεσαι και του μοιάζεις τόσο πολύ!
Το αγόρι έκοψε τον αμάραντο και τον έβαλε δίπλα του. Εκείνη τη νύχτα τα όνειρα ήταν διαφορετικά. Γαλήνια, ραντισμένα με άρωμα και …ΑΓΑ….Την άλλη μέρα, όταν ο ήλιος του χάιδεψε το πρόσωπο και τα πουλιά του είπαν «Καλημέρα», το αγόρι ξύπνησε και ένιωθε κάπως διαφορετικά. Ίσως γιατί ήταν άνοιξη, ίσως γιατί τρία λουλούδια ήταν κρυμμένα στον κόρφο του. Τραγουδούσε και η φωνή του σκάλωνε στα κλαδιά των δέντρων. Έτρεχε χαρούμενο και τα χνάρια του είχαν σχήμα. Έπινε νερό από την πηγή και η δίψα του είχε άρωμα και γεύση. Αποφάσισε να μείνει για λίγο ακόμα σ’ αυτό το λιβάδι με μια Ανεμώνη, μια Γαρδένια και έναν Αμάραντο. Σ’ αυτό το λιβάδι όμως , είχε και μία άλλη συνάντηση που θα τον οδηγούσε πιο γρήγορα στο σκοπό του ταξιδιού του.
 Ένα δειλινό , καθώς έτρεχε και έπαιζε κρυφτό με τα δέντρα και τα πουλιά του λιβαδιού, σκόνταψε και έπεσε κάτω. Σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του, συγκρατώντας ένα δάκρυ που πήγε να κυλήσει και άκουσε μια φωνή.
-Πόνεσες αγόρι;
Μπροστά του ήταν ένα λουλούδι κόκκινο, μικρό με ένα μαύρο σημάδι στο κέντρο του.
-Όχι, είπε, προσπαθώντας με  αυτό το όχι να κρύψει τον πόνο του.
-Τρέχει αίμα, σίγουρα δεν πονάς;
-Συμπάθα με, αλλά γιατί με ρωτάς το ίδιο και το ίδιο. Σου είπα όχι!
-Θύμωσες μαζί μου! Ο πόνος φέρνει θυμό.
Το αγόρι θέλησε να σταματήσει την κουβέντα με το λουλούδι, αλλά εκείνο συνέχισε να μιλάει.
-Είμαι η Παπαρούνα και θέλω να έρθω μαζί σου.
Το αγόρι ήθελε να φανεί ευγενικό, αλλά ο πόνος δεν το άφηνε.
-Τι να σε κάνω μαζί μου; Τι μπορείς να κάνεις εσύ;
-Μη με αγνοείς. Άσε με να σου μιλήσω.
Το αγόρι κάθισε κοντά της, για να γίνει ο πόνος πιο μικρός και για να την ακούσει.
-Με λένε Παπαρούνα. Λευκή κάποτε έντυνα τους αγρούς, μέχρι εκείνη τη μέρα. Τότε που Εκείνος έδωσε τα πάντα. Κουβαλώντας στους ώμους Του έναν ασήκωτο σταυρό, βασανισμένος, ματωμένος έπρεπε να φτάσει στην κορφή του λόφου για να τελειώσει το έργο Του. Αν Τον έβλεπες… Φωνές ακούγονταν παντού μα η σιωπή βασίλευε εκείνη τη μέρα. Στο διάβα Του, οι σταγόνες από το αίμα Του κυλούσαν και πότιζαν το χώμα. Κάπου εκεί ήμουνα και εγώ και μέσα στη προσευχή μου, βάφτηκα με το αίμα Του. Τώρα ανθίζω κάθε άνοιξη, κόκκινη, κατακόκκινη με τον μαύρο σταυρό στην αγκαλιά μου για να θυμίζω τη θυσία Του και την προσφορά Του. Ευλογήθηκα από Εκείνον γιατί δέχτηκα κάτι δικό Του.
Το αγόρι, εκστασιασμένο, την άκουγε και δεν μιλούσε. Άγγιξε απαλά τα πέταλα της και η καρδιά του γέμισε από αυτήν τη προσφορά.
-Πάρε με μαζί σου αγόρι. Στις προσευχές σου, θα είμαι εκεί. Θα βάφω τις παρακλήσεις σου με το χρώμα μου και Εκείνος θα σκύβει κοντά μου να τις παίρνει.
-Συμπάθα με, παπαρούνα που θύμωσα μαζί σου, είπε και τα δάχτυλα του έκοψαν τον μαλακό της μίσχο και η παπαρούνα βρήκε συντροφιά με τα υπόλοιπα λουλούδια στη τσέπη του παιδιού.
Άφησε το λιβάδι να παίζει με τα χρώματα και τα τραγούδια και πήρε ξανά το δρόμο του ταξιδιού. Μετά από μερικές μέρες και άλλες τόσες  νύχτες, ο δρόμος τον έβγαλε σε ένα χωράφι που ήταν σπαρμένο με ηλιοτρόπια. Όταν τα είδε, μαγεύτηκε, θαύμασε πόσο ψηλά ήταν, το χρώμα τους, το λίκνισμα τους. Τα πλησίασε και άρχισε να τα χαζεύει.
-Γιατί με κοιτάς; Άκουσε μια φωνή από ψηλά.
-Συμπάθα με, δεν ήθελα να φανώ αγενής, αλλά είσαι τόσο όμορφο.
-Το ξέρω, απάντησε το λουλούδι.
-Πως σε λένε;
-Ηλιοτρόπιο με ξέρουν, αλλά εγώ θα με έλεγα αγάπη.
-Αγάπη; Ρώτησε με απορία το αγόρι.
-Ναι, γιατί δόθηκα σ’ αυτήν και έγινα λουλούδι.
Το αγόρι κοίταξε το ηλιοτρόπιο και ήξερε ότι κι αυτό θα ερχόταν μαζί του, αλλά δεν μίλησε, περίμενε.
Κάποτε, είπε εκείνο, ήμουνα ένα κορίτσι. Έπαιζα με τον ήλιο, άφηνα τις αχτίδες του να μου πλέκουν τα μαλλιά και τη ζέστη του να αγκαλιάζει το σώμα μου. Το θαύμαζα, του μιλούσα και στο τέλος τον αγάπησα.
Περίμενα τις μέρες να το δω και τις νύχτες τον ονειρευόμουν. Περίμενα… ονειρευόμουν, περίμενα,… ονειρευόμουν. Εκείνος όμως με απέφευγε γιατί ήξερε το κακό που θα μου έκανε. Ζήταγε να φύγω από κοντά του αλλά εγώ δεν ήθελα Πως μπορείς να πετάξεις κάτι που είναι η ελπίδα και η ζωή; Δεν μπορούσα να ζήσω κοντά του και η μόνη μου ευχή ήταν να είμαι δίπλα του και να τον αγαπώ. Τώρα είμαι το  λουλούδι που βλέπεις. Έχω κάτι από κείνον και είμαι ευτυχισμένη. Τώρα, όταν θέλω να το δω, να του μιλήσω, μπορώ κι ας μην είμαι πια ένα κορίτσι. Στρέφω τα πέταλα μου και το ψάχνω όπου κι αν είναι. Κι αυτός μου χαρίζει αυτό που ήθελα πάντα, την αγάπη του.
-Μπορώ να σε πάρω μαζί μου; ρώτησε το αγόρι.
-Μου το είχε μαρτυρήσει ο ήλιος ότι θα έρθεις και σε περίμενα. Μου είπε για το ταξίδι σου και γι’ αυτό που ψάχνεις. Πάρε με αγόρι μαζί σου, γιατί ξέρω.
Έκοψε το ηλιοτρόπιο με θαυμασμό και προσοχή και συνέχισε τον δρόμο του. Τις σκέψεις του τις άκουγε ο ήλιος. Την απογοήτευση του η θάλασσα την έκανε αφρό και την ταξίδευε. Και τα όνειρα του η νύχτα τα έπλεκε με βελόνες τ’ αστέρια.
Συμπάθα με αν δεν μπορώ να σου πω που είναι αυτό το αγόρι τώρα.
 Κάποιοι μου είπαν, ότι έχει γίνει ζωγράφος, που μέσα από τα χρώματα του, προσπαθεί να δείξει στους ανθρώπους την αγάπη.
Κάποιοι άλλοι μου είπαν ότι τον είδαν να παίζει με τρία παιδιά στην αυλή κάποιου σπιτιού.
Μα όλοι μου είπαν το ίδιο νέο.
Μου μίλησαν για έναν πλάτανο που είναι στην άκρη ενός χωραφιού. Μου είπαν για τα πλούσια φύλλα του και τα χρόνια που κουβαλάει. Εκεί κάτω, στις ρίζες του, είδαν λουλούδια ανθισμένα και από χέρι ανθρώπου φροντισμένα. Μου μίλησαν για έναν πλάτανο που ίδιο δεν είχαν ματαδεί.
Κάτω από την αιώνια αγκαλιά του δέντρου, αν περάσεις, μου είπαν, θα δεις φυτεμένα
μια               Ανεμώνη
μια               Γαρδένια
έναν             Αμάραντο
μια               Παπαρούνα   και
ένα              Ηλιοτρόπιο
Χαμογελώ, ακούγοντας αυτά τα νέα γιατί ξέρω ότι κάπου εκεί είναι το αγόρι.
Συμπάθα με, αλλά πρέπει να σε αφήσω γιατί θέλω να ψάξω να το βρω.



Μακάριοι οι άνθρωποι, που στο κήπο της ζωής τους, φύτεψαν και φρόντισαν ένα τέτοιο πλάτανο!
Μακάριοι οι άνθρωποι, που στις ρίζες του μοσχοβολούν αυτά τα λουλούδια!
Ευωδιά μοναδική!




                                                                                                                    
 



-