«ΣΥΜΠΑΘΑ
ΜΕ»
Μια
φορά και δυο καιρούς, εκεί που το πραγματικό συναντά το φανταστικό, ζούσε ένα
αγόρι. ‘Ένα αγόρι που κουβαλούσε πολλές λέξεις στις τσέπες του και μόνο μία
απορία. Λέξεις, όπως φτωχό, ορφανό, ευγενικό. Είχε μάθει να ζει με λίγα, να
φέρεται σ’ αυτά τα λίγα με εκτίμηση και μοναξιά. Στη μέρα που τον συναντούσε
και στη νυχτιά που του έδινε απάγκιο, έψαχνε. Έψαχνε και αναρωτιόταν πως είναι
αυτή η αγάπη. Πως μυρίζει, τι γεύση έχει, πως την καταλαβαίνεις; Έβαλε αυτήν
την απορία στη τσέπη του μαζί με ό,τι άλλο κουβαλούσε και ξεκίνησε ένα ταξίδι.
Ένα ταξίδι σε έναν κόσμο παράξενο. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα σταματήσει μόνο όταν αυτή η απορία λυθεί.
Ξέχασα να σας πω ότι μια άλλη λέξη που κουβαλούσε πάνω του ήταν το πείσμα.
Μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, εκεί που ο ήλιος έπαιζε
κρυφτό με τα σύννεφα, στην άκρη μιας πλαγιάς, κάθισε να ξαποστάσει. Άκουσε μια
αδύναμη φωνή που τον έκανε να κοιτάξει τριγύρω για να δει από πού έρχεται.
-Εδώ είμαι, κοντά σου.
-Συμπάθα με που δεν σε είδα, της είπε, μόλις τα
μάτια του αντίκρισαν ένα μικρό μοβ λουλούδι μέσα στη παγωνιά.
-Έτσι γινόταν συνήθως, του απάντησε. Έσκυψε κοντά
της και τη ρώτησε.
-Ποια είσαι; Τι κάνεις μέσα στο κρύο;
-Ανεμώνη όλοι με ξέρουν και θέλω να με πάρεις μαζί
σου.
-Συμπάθα με, αλλά δεν έφτασα μέχρι εδώ για να μαζέψω
λουλούδια.
-Ξέρω αγόρι γι αυτό που κρύβεις στη τσέπη σου. Πάρε
με μαζί σου.
-Ξέρεις τι είναι η αγάπη;
-Ξέρω. Στον κόσμο τον πραγματικό ήμουν κάτι μικρό
και διαφορετικό. Έζησα την κοροϊδία και την απόρριψη. Οι μέρες μου ήταν
μοναχικές.
-Συμπάθα με, την διέκοψε το αγόρι, αλλά αυτό το ζω
κι εγώ. Γιατί να σε πάρω μαζί μου;
-Μέσα από τη μοναξιά μου αγόρι έμαθα. Έμαθα να αγαπώ
τον ήλιο όταν μου χαμογελούσε, τον αέρα, όταν μου ανακάτευε τα μαλλιά. Ακόμα
και τους ανθρώπους, όσοι κι αν ήταν, που με δέχονταν όπως ήμουν. Έγινα φίλη με
την μοναξιά μου. Αγάπησα αυτό το μικρό και το διαφορετικό που ήμουν και όταν
χρειάστηκε χάρισα την καρδιά μου σε ένα παιδί που την είχε ανάγκη.
Τώρα είμαι ένα λουλούδι, πάλι μικρό και διαφορετικό.
Όταν χάνεσαι μέσα στη μοναξιά σου και θα ψάχνεις τα δικά σου μονοπάτια, εγώ θα
είμαι δίπλα σου. Μέσα στο χειμώνα των ονείρων σου, θ’ ανθίζω και θα σου λέω
«συνέχισε» κι ας είναι όλα παγωμένα. ‘Όταν η φύση κοιμάται θα είμαι κοντά σου.
Στα απόκρημνα μονοπάτια της ζωής σου θα με κοιτάς και θα παίρνεις κουράγιο κι
ας είμαι διαφορετική.
Το αγόρι τη κοίταξε, νιώθοντας να χτυπά η καρδιά του
κάπως παράξενα. Έσκυψε, την έκοψε προσεχτικά και την πήρε μαζί του. Το μονοπάτι
του βουνού, τον οδήγησε μπροστά σε ένα πετρόχτιστο σπίτι. Μπροστά στο σπίτι
υπήρχε ένας κήπος. Μικρός και δειλά ανθισμένος. Κάθισε σε ένα κούτσουρο για να
μιλήσει με την ανεμώνη του, αλλά δεν πρόλαβε. Μια λεπτή και ευαίσθητη φωνή
ακούστηκε δίπλα του.
-Γεια σου.
Γύρισε και είδε μέσα σε μία γλάστρα που ήταν
σκεπασμένη, ένα λευκό λουλούδι να προσπαθεί να του μιλήσει.
-Γεια σου και σε σένα, του απάντησε.
-Τι κάνεις μέσα στο κρύο; τον ρώτησε.
-Ταξιδεύω και ψάχνω, της απάντησε το αγόρι.
-Πάρε με μαζί σου.
-Συμπάθα με λουλούδι, αλλά δεν χωράς σ’ αυτό που
ψάχνω.
-Με λένε Γαρδένια, αγόρι και θα σε βοηθήσω, είμαι
σίγουρη .
-Πώς; δεν καταλαβαίνω.
-Σκύψε κοντά μου, ελευθέρωσε με από αυτό και θα σου
πω πως.
Το αγόρι γονάτισε δίπλα στη γλάστρα, την ξεσκέπασε και
περίμενε τα λόγια της.
-Ψάχνεις την αγάπη έτσι δεν είναι;
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και η
γαρδένια συνέχισε:
-Δεν μπορώ να αντέξω το κρύο και το καλοκαίρι αγαπώ
τη δροσιά. Αν με βάλεις κάτω από ένα δέντρο πρέπει να διαλέξεις ένα μέρος που
να υπάρχει ένα άνοιγμα στη φυλλωσιά του γιατί αγαπώ τον ήλιο, αλλά δεν τον
λατρεύω και τα άνθη μου τα καίει. Η αλήθεια είναι ότι θέλω πολλή φροντίδα γιατί είμαι πολύ ευαίσθητη.
-Δεν καταλαβαίνω γαρδένια, γιατί μου τα λες όλα
αυτά. Δεν έχω χρόνο σ’ αυτό το ταξίδι για να σε φροντίζω, ούτε για να ασχοληθώ
με τις ευαισθησίες σου.
Η γαρδένια έκανε πως δεν τον άκουσε και συνέχισε.
-Αν μου προσφέρεις αυτά που χρειάζομαι, θα είμαι το
λουλούδι σου και όταν τα καταφέρεις και ανθίσω θα σου χαρίσω κάτι μοναδικό.
Το αγόρι την
κοίταξε κάπως δύσπιστα, αλλά η γαρδένια του είπε:
-Κλείσε τα
μάτια σου και μύρισε.
Τα λόγια της
ακούστηκαν σαν παράκληση και εκείνο δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι.
Το άρωμα της, πλημμύρισε το σώμα του και έκανε τη
καρδιά του να χτυπά υπέροχα.
-Κάπως έτσι είναι η αγάπη , αγόρι. Κάποιες στιγμές
της είναι δεμένες με κάποιο άρωμα. Ένα άρωμα που, όπου κι αν είσαι, ότι κι αν
κάνεις, αν το αισθανθείς, θα σου γεννά μια στιγμή αγάπης, μια ανάμνηση. Μετά
την φροντίδα σου, όταν χρειαστεί να στολίσεις αυτές τις στιγμές για να τις
κάνεις μοναδικές, εγώ θα είμαι εκεί. Θα μπορώ να σου προσφέρω αυτό το άρωμα για
να το απλώσεις στην αγάπη.
Το αγόρι μαγεμένο και βυθισμένο στο άρωμα της
γαρδένιας, έκοψε το λουλούδι προσεχτικά και το έβαλε στον κόρφο του.
Άφησε το πετρόχτιστο σπίτι και τον χειμώνα και
συνέχισε τον δρόμο του. Ένα δρόμο που τον οδήγησε στην άνοιξη και σε ένα
λιβάδι. Σε ένα πολύχρωμο χαλί που πάνω του ξεδίψασε, χόρτασε, κυλίστηκε.
Όταν ο ήλιος τον αποχαιρέτησε και το
φεγγάρι τον καλωσόρισε, το αγόρι αποκαμωμένο πια, ξάπλωσε στο κρεβάτι του
λιβαδιού για να ξεκουραστεί.
-Ε! όχι πάνω μου, ακούστηκε μια φωνή δίπλα του.
-Συμπάθα με, δεν το ήθελα, απάντησε το αγόρι.
-Θα με χαλάσεις και πως θα με πάρεις μαζί σου, του
είπε το λουλούδι.
-Γιατί να σε πάρω μαζί μου;
-Αφού με χρειάζεσαι, του απάντησε εκείνο.
Το αγόρι δεν μίλησε και το άφησε να συνεχίσει.
-Πρώτα, πρώτα να συστηθώ. Με λένε Αμάραντο. Βλέπεις
πως έχω στολίσει με τα χρώματα μου όλο το λιβάδι; Έτσι στόλιζα και τη ζωή του
παιδιού μου. Ήμουνα ένας πατέρας που έντυνα τις μέρες μας με τραγούδια,
παιχνίδια, χαρές. Έφτασε όμως κάποια στιγμή, που χωρίς να το σκεφτώ, έπρεπε να
του δώσω κάτι και του το έδωσα. Μια ζωή, για να συνεχίσει εκείνο.
Το αγόρι το κοίταξε με μάτια δακρυσμένα και η καρδιά
του χτύπησε στο ρυθμό της λύπης , αλλά το αμάραντο του είπε:
-Μη λυπάσαι αγόρι. Είμαι ευτυχισμένο. Το βλέπω να
μεγαλώνει, να αντρειεύει και δεν αναρωτιέμαι αν έκανα το σωστό. Κάπως έτσι
είναι η αγάπη. Έδωσα και τώρα ανθίζω μέσα στην αγκαλιά της άνοιξης. Αργώ να
μαραθώ για να μπορώ να βλέπω και να καμαρώνω το αγόρι μου. Πάρε με μαζί σου
λοιπόν, μικρέ. Κι εσύ με χρειάζεσαι και του μοιάζεις τόσο πολύ!
Το αγόρι έκοψε τον αμάραντο και τον έβαλε δίπλα του.
Εκείνη τη νύχτα τα όνειρα ήταν διαφορετικά. Γαλήνια, ραντισμένα με άρωμα και …ΑΓΑ….Την
άλλη μέρα, όταν ο ήλιος του χάιδεψε το πρόσωπο και τα πουλιά του είπαν «Καλημέρα»,
το αγόρι ξύπνησε και ένιωθε κάπως διαφορετικά. Ίσως γιατί ήταν άνοιξη, ίσως
γιατί τρία λουλούδια ήταν κρυμμένα στον κόρφο του. Τραγουδούσε και η φωνή του
σκάλωνε στα κλαδιά των δέντρων. Έτρεχε χαρούμενο και τα χνάρια του είχαν σχήμα.
Έπινε νερό από την πηγή και η δίψα του είχε άρωμα και γεύση. Αποφάσισε να
μείνει για λίγο ακόμα σ’ αυτό το λιβάδι με μια Ανεμώνη, μια Γαρδένια και έναν Αμάραντο.
Σ’ αυτό το λιβάδι όμως , είχε και μία άλλη συνάντηση που θα τον οδηγούσε πιο
γρήγορα στο σκοπό του ταξιδιού του.
Ένα δειλινό ,
καθώς έτρεχε και έπαιζε κρυφτό με τα δέντρα και τα πουλιά του λιβαδιού,
σκόνταψε και έπεσε κάτω. Σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του, συγκρατώντας ένα δάκρυ
που πήγε να κυλήσει και άκουσε μια φωνή.
-Πόνεσες αγόρι;
Μπροστά του ήταν ένα λουλούδι κόκκινο, μικρό με ένα
μαύρο σημάδι στο κέντρο του.
-Όχι, είπε, προσπαθώντας με αυτό το όχι να κρύψει τον πόνο του.
-Τρέχει αίμα, σίγουρα δεν πονάς;
-Συμπάθα με, αλλά γιατί με ρωτάς το ίδιο και το
ίδιο. Σου είπα όχι!
-Θύμωσες μαζί μου! Ο πόνος φέρνει θυμό.
Το αγόρι θέλησε να σταματήσει την κουβέντα με το
λουλούδι, αλλά εκείνο συνέχισε να μιλάει.
-Είμαι η Παπαρούνα και θέλω να έρθω μαζί σου.
Το αγόρι ήθελε να φανεί ευγενικό, αλλά ο πόνος δεν
το άφηνε.
-Τι να σε κάνω μαζί μου; Τι μπορείς να κάνεις εσύ;
-Μη με αγνοείς. Άσε με να σου μιλήσω.
Το αγόρι κάθισε κοντά της, για να γίνει ο πόνος πιο
μικρός και για να την ακούσει.
-Με λένε Παπαρούνα. Λευκή κάποτε έντυνα τους αγρούς,
μέχρι εκείνη τη μέρα. Τότε που Εκείνος έδωσε τα πάντα. Κουβαλώντας στους ώμους
Του έναν ασήκωτο σταυρό, βασανισμένος, ματωμένος έπρεπε να φτάσει στην κορφή
του λόφου για να τελειώσει το έργο Του. Αν Τον έβλεπες… Φωνές ακούγονταν παντού
μα η σιωπή βασίλευε εκείνη τη μέρα. Στο διάβα Του, οι σταγόνες από το αίμα Του
κυλούσαν και πότιζαν το χώμα. Κάπου εκεί ήμουνα και εγώ και μέσα στη προσευχή
μου, βάφτηκα με το αίμα Του. Τώρα ανθίζω κάθε άνοιξη, κόκκινη, κατακόκκινη με
τον μαύρο σταυρό στην αγκαλιά μου για να θυμίζω τη θυσία Του και την προσφορά
Του. Ευλογήθηκα από Εκείνον γιατί δέχτηκα κάτι δικό Του.
Το αγόρι, εκστασιασμένο, την άκουγε και δεν μιλούσε.
Άγγιξε απαλά τα πέταλα της και η καρδιά του γέμισε από αυτήν τη προσφορά.
-Πάρε με μαζί σου αγόρι. Στις προσευχές σου, θα
είμαι εκεί. Θα βάφω τις παρακλήσεις σου με το χρώμα μου και Εκείνος θα σκύβει
κοντά μου να τις παίρνει.
-Συμπάθα με, παπαρούνα που θύμωσα μαζί σου, είπε και
τα δάχτυλα του έκοψαν τον μαλακό της μίσχο και η παπαρούνα βρήκε συντροφιά με
τα υπόλοιπα λουλούδια στη τσέπη του παιδιού.
Άφησε το λιβάδι να παίζει με τα χρώματα και τα
τραγούδια και πήρε ξανά το δρόμο του ταξιδιού. Μετά από μερικές μέρες και άλλες
τόσες νύχτες, ο δρόμος τον έβγαλε σε ένα
χωράφι που ήταν σπαρμένο με ηλιοτρόπια. Όταν τα είδε, μαγεύτηκε, θαύμασε πόσο
ψηλά ήταν, το χρώμα τους, το λίκνισμα τους. Τα πλησίασε και άρχισε να τα
χαζεύει.
-Γιατί με κοιτάς; Άκουσε μια φωνή από ψηλά.
-Συμπάθα με, δεν ήθελα να φανώ αγενής, αλλά είσαι
τόσο όμορφο.
-Το ξέρω, απάντησε το λουλούδι.
-Πως σε λένε;
-Ηλιοτρόπιο με ξέρουν, αλλά εγώ θα με έλεγα αγάπη.
-Αγάπη; Ρώτησε με απορία το αγόρι.
-Ναι, γιατί δόθηκα σ’ αυτήν και έγινα λουλούδι.
Το αγόρι κοίταξε το ηλιοτρόπιο και ήξερε ότι κι αυτό
θα ερχόταν μαζί του, αλλά δεν μίλησε, περίμενε.
Κάποτε, είπε εκείνο, ήμουνα ένα κορίτσι. Έπαιζα με
τον ήλιο, άφηνα τις αχτίδες του να μου πλέκουν τα μαλλιά και τη ζέστη του να
αγκαλιάζει το σώμα μου. Το θαύμαζα, του μιλούσα και στο τέλος τον αγάπησα.
Περίμενα τις μέρες να το δω και τις νύχτες τον
ονειρευόμουν. Περίμενα… ονειρευόμουν, περίμενα,… ονειρευόμουν. Εκείνος όμως με
απέφευγε γιατί ήξερε το κακό που θα μου έκανε. Ζήταγε να φύγω από κοντά του
αλλά εγώ δεν ήθελα Πως μπορείς να πετάξεις κάτι που είναι η ελπίδα και η ζωή;
Δεν μπορούσα να ζήσω κοντά του και η μόνη μου ευχή ήταν να είμαι δίπλα του και
να τον αγαπώ. Τώρα είμαι το λουλούδι που
βλέπεις. Έχω κάτι από κείνον και είμαι ευτυχισμένη. Τώρα, όταν θέλω να το δω,
να του μιλήσω, μπορώ κι ας μην είμαι πια ένα κορίτσι. Στρέφω τα πέταλα μου και
το ψάχνω όπου κι αν είναι. Κι αυτός μου χαρίζει αυτό που ήθελα πάντα, την αγάπη
του.
-Μπορώ να σε πάρω μαζί μου; ρώτησε το αγόρι.
-Μου το είχε μαρτυρήσει ο ήλιος ότι θα έρθεις και σε
περίμενα. Μου είπε για το ταξίδι σου και γι’ αυτό που ψάχνεις. Πάρε με αγόρι
μαζί σου, γιατί ξέρω.
Έκοψε το ηλιοτρόπιο με θαυμασμό και προσοχή και
συνέχισε τον δρόμο του. Τις σκέψεις του τις άκουγε ο ήλιος. Την απογοήτευση του
η θάλασσα την έκανε αφρό και την ταξίδευε. Και τα όνειρα του η νύχτα τα έπλεκε
με βελόνες τ’ αστέρια.
Συμπάθα με αν δεν μπορώ να σου πω που είναι αυτό το
αγόρι τώρα.
Κάποιοι μου
είπαν, ότι έχει γίνει ζωγράφος, που μέσα από τα χρώματα του, προσπαθεί να
δείξει στους ανθρώπους την αγάπη.
Κάποιοι άλλοι μου είπαν ότι τον είδαν να παίζει με
τρία παιδιά στην αυλή κάποιου σπιτιού.
Μα όλοι μου είπαν το ίδιο νέο.
Μου μίλησαν για έναν πλάτανο που είναι στην άκρη
ενός χωραφιού. Μου είπαν για τα πλούσια φύλλα του και τα χρόνια που κουβαλάει.
Εκεί κάτω, στις ρίζες του, είδαν λουλούδια ανθισμένα και από χέρι ανθρώπου
φροντισμένα. Μου μίλησαν για έναν πλάτανο που ίδιο δεν είχαν ματαδεί.
Κάτω από την αιώνια αγκαλιά του δέντρου, αν
περάσεις, μου είπαν, θα δεις φυτεμένα
μια Ανεμώνη
μια Γαρδένια
έναν Αμάραντο
μια Παπαρούνα
και
ένα Ηλιοτρόπιο
Χαμογελώ, ακούγοντας αυτά τα νέα γιατί ξέρω ότι
κάπου εκεί είναι το αγόρι.
Συμπάθα με, αλλά πρέπει να σε αφήσω γιατί θέλω να
ψάξω να το βρω.
Μακάριοι οι άνθρωποι, που στο κήπο της ζωής τους, φύτεψαν και φρόντισαν ένα τέτοιο πλάτανο!
Μακάριοι οι άνθρωποι, που στις ρίζες του μοσχοβολούν αυτά τα λουλούδια!
Ευωδιά μοναδική!
-