Ο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΑΙ Η ΕΥΓΕΝΙΤΣΑ
Μόνη σε μια αλάνα, με τα μάτια καρφωμένα στο τίποτα, σκέφτομαι. Σκέφτομαι και δακρύζω.
-Γιατί κλαις;
Δυο ζευγάρια παιδικά μάτια έχουν βυθίσει την ερώτηση στη ματιά μου.
Προσπαθώ αποτυχημένα να σκουπίσω τα δάκρυα. Μα τα παιδιά δεν μπορείς να τα ξεγελάσεις.Όταν δουν κάτι, ρωτούν και συνεχίζουν, μέχρι να δώσεις τη απάντηση. Και όχι μια τυχαία απάντηση.Δέχονται μόνο αυτή που θα τα ικανοποιήσει και θα σβήσει το γιατί.
Είναι μικρά και τα δύο. Το αγόρι κρατάει το κορίτσι από το χέρι, γιατί έχω την αίσθηση, ότι σε κάθε βήμα του, το μικρούλι θα σκοντάφτει. Να, και τα σημάδια στα γόνατα του.
Αυθόρμητα χαμογελώ αμυδρά.
-Γιατί κλαις; Ακούω ξανά την ερώτηση.
-Πονάω.
-Χτύπησες; Θέλεις να σου φέρουμε νερό;
-Όχι μωρά μου. Εδώ πονάω.
Το αγόρι έρχεται κοντά μου και με ρωτάει.
-Μα δεν έχει αίμα.
-Είναι μερικές φορές που νιώθεις αυτόν τον πόνο, χωρίς να έχεις χτυπήσει.
-Δηλαδή;
Καταπίνω αμήχανα, προσπαθώ να του εξηγήσω με ένα απλό τρόπο, μα η σφαίρα του πόνου μου κυλάει αυθόρμητα μπροστά στα πόδια του παιδιού.
-Είναι φορές που θέλεις κάτι πολύ, με όλη τη δύναμη της καρδιάς σου, μα πρέπει να φύγεις μακριά απ' αυτό το κάτι.
-Γιατί να φύγεις;
-Γιατί πρέπει.
-Τι σημαίνει πρέπει;
Δυσκολεύομαι να του εξηγήσω. Δυσκολεύομαι να δώσω σ' αυτά τα παιδικά μάτια να καταλάβουν το "πρέπει".
-Πρέπει να πλύνεις τα δόντια σου γιατί αλλιώς θα χαλάσουν. Πρέπει να κοιμάσαι νωρίς γιατί τα παιδιά χρειάζονται πολλές ώρες ύπνο. Πρέπει να τρως το φαγητό σου για να μπορέσεις να μεγαλώσεις.
-Κατάλαβα. Κι εσύ πρέπει να φύγεις απ' αυτό το κάτι γιατί δεν σ' αγαπάει.
-Όχι μωρό μου. Θα φύγω, γιατί δεν γίνεται διαφορετικά.Ανήκει αλλού.
-Δηλαδή;
-Φαντάσου, ότι εγώ είμαι μια βασιλοπούλα κι εκείνος ένα βασιλόπουλο. Εγώ είμαι εδώ και εκείνος ζει κάπου αλλού.
-Να πας να τον βρεις.
-Είναι πολύ μακριά. Δρόμοι δύσκολοι, γεμάτοι σταυροδρόμια, ανηφόρες, νύχτες ατελείωτες.
Το παιδί σταματάει. Τελείωσαν οι ερωτήσεις;
Ναι. Καταλαβαίνει.
Τραβά το κοριτσάκι απ' το χέρι.Με πλησιάζει. Κοιτά βαθιά στα μάτια μου, απλώνει το χέρι του και αγγίζει το πρόσωπο μου.
-Μη λυπάσαι, σε παρακαλώ.
Η φωνή και η παράκληση, βάλσαμο στην πονεμένη μου ψυχή. Το κοριτσάκι είναι μικρό και μιμείται τις κινήσεις του αγοριού.
Λόγια αγάπης,παρηγοριάς από δύο παιδιά.
Το αγόρι αρχίζει να τραγουδάει ένα χαρούμενο σκοπό και το κοριτσάκι προσπαθεί απεγνωσμένα να μουρμουρίσει.
-Σε ευχαριστώ.
-Για ποιο πράγμα;
-Για τα λόγια, για το τραγούδι.
-Σταμάτησαν τα δάκρυα και είμαι χαρούμενος γι' αυτό. Δείχνεις ότι δεν πονάς όπως και πριν.
-Είναι αλήθεια. Όχι όπως και πριν. Πως σε λένε;
-Παρασκευά και αυτή είναι η αδελφή μου, η Ευγενία.
-Παρασκευά, το όνομα σου μου θυμίζει κάποιο παραμύθι. Κάποιος ναυαγός είχε σώσει κάποτε έναν άνθρωπο. Επειδή τον έσωσε ημέρα Παρασκευή, τον ονόμασε Παρασκευά.
-Το ξέρω αυτό το παραμύθι. Μου το είχε πει ο μπαμπάς μου. Μα εγώ δεν σώθηκα.
-Τι θέλεις να πεις;
-Τίποτα.Πρέπει να φύγουμε τώρα, γιατί αργήσαμε.
-Που θα πάτε;
-Σπίτι μας.
-Περίμενε. Θα σας πάω εγώ μέχρι εκεί.
-Δεν γίνεται. Εκεί που μένουμε, είναι πολύ μακριά και δεν έχει γυρισμό.
Καταλαβαίνω τα λόγια του αγοριού. Καταλαβαίνω γιατί δεν μπορώ να τα πάω στο σπίτι τους.
-Μη φεύγετε. Μη μ' αφήνετε.
Σαν σκιές απομακρύνονται τόσο γρήγορα από κοντά μου. Σαν αστέρια καρφιτσώνονται στο πέπλο του ουρανού. Σαν μουσική, οι φωνές τους έχουν πλημμυρίσει το μυαλό μου.
Αντίο, μωρά μου!
"Θεέ μου, σκύψε να σου πω κάτι. Ξέρεις πόσοι άγγελοι χρειάζονται εδώ κάτω; Πολλοί. Πάρα πολλοί για έναν επίγειο παράδεισο."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου